-
1 ἡλιο-τρόπιον
ἡλιο-τρόπιον, τό, 1) Sonnenwende, eine Pflanze, welche Blätter u. Blumen nach dem Sonnenlauf richtet u. deswegen auch ἡλιοσκόπιον heißt, Theophr., Diosc.; Nic. Ther. 678 umschreibt sie des Verses wegen ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον ἔρνος. – 2) eine Sonnenuhr, Ath. V, 207 f; Plut. Dion. 29. – 3) Bei Plin. H. N. 37, 10, 60 ein Edelstein.
-
2 ἡλιοτρόπιον
ἡλιο-τρόπιον, τό, u. ἡλιό-τροπος, ἡ, (1) Sonnenwende, eine Pflanze, welche Blätter u. Blumen nach dem Sonnenlauf richtet u. deswegen auch ἡλιοσκόπιον heißt. (2) eine Sonnenuhr. (3) ein Edelstein
См. также в других словарях:
ηλιοτρόπιο — I (heliotropium).Γένος δικοτυλήδονων ποωδών και σπάνια ημιθαμνωδών φυτών ύψους έως 1,50 μ. που κατάγεται από το Περού. Η επιστημονική του ονομασία είναι η. το περουβιανό. Περιλαμβάνει 250 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών. Έχει εναλλασσόμενα… … Dictionary of Greek
σεληνοτρόπιον — τὸ, Α ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + τρόπος + επίθημα ιον κατά το ηλιο τρόπιον] … Dictionary of Greek