-
1 ἡδυλύρης
A singing sweetly to the lyre,Πίνδαρος AP11.370
(Maced.): [dialect] Dor. [full] ἁδυλύρας, epith. of Apollo, Philol.71.6 (Argos, iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδυλύρης
См. также в других словарях:
κρουσιλύρης — κρουσιλύρης, ὁ (Α) αυτός που παίζει λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσις) + λυρης (< λύρα), πρβλ. ηδυ λύρης, χρυσο λύρης. Η λ. είναι σύνθ. τού τύπου τερ ψίμβροτος*] … Dictionary of Greek