-
1 ηδύραβδον
-
2 ἡδύραβδον
-
3 ἡδύραβδον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδύραβδον
См. также в других словарях:
ἡδύραβδον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ηδύραβδον
2 ἡδύραβδον
3 ἡδύραβδον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδύραβδον
ἡδύραβδον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)