-
1 παρ-εγ-χέω
παρ-εγ-χέω (s. χέω), daneben hineingießen, hinzugießen; Arist. meteor. 2, 3; ἡδὺν εἶναι τὸν οἶνον παρεγχεομένης ϑαλάττης Ath. I, 26 b, öfter.
-
2 στεγάζω
στεγάζω, = στέγω, bedecken; ὕπνον ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν, Soph. El. 771, Schol. ἔχειν; – pass., Xen. Oec. 19, 13; πλοῖον ἐστεγασμένον, Antipho 5, 22.
-
3 λᾱρός
λᾱρός (ΛΑΩ, λαύω), wohlschmeckend, süß, λαρόν τέ οἱ αἱμ' ἀνϑρώπου Il. 17, 572, λαρὸν παρὰ δεῖπνον ἔϑηκας 19, 316, οἶνον – ἄφυσσον ἡδύν, ὅτις μετὰ τὸν λαρώτατος ὃν σὺ φυλάσσεις (des Verses wegen für λαρότατος) Od. 2, 349; sp. D., εἴδατα καὶ μέϑυ λαρόν Ap. Rh. 1, 456; ἡμερίς Thall. 4 (IX, 220); ὕδωρ Plat. 15 (IX, 826). – Auch vom Gesicht, lieblich anzuschauen, Hes. frg.; Apollo, Hymn. (IX, 525, 12). – Vom Geruch, wohlriechend, τοῠ δ' ἄμβροτος ὀδμὴ τηλόϑι καὶ λειμῶνος ἐκαίνυτο λαρὸν ἀϋτμήν Mosch. 2, 92; ϑύοις ὕπο λαρὸν ὄδωδεν D. Per. 936; ἄνϑεα Ep. 695, a (App. 306). – Und sonst bei sp. D. nicht selten, angenehm, genußreich, ἔπος Agath. 39 (VII, 602), χείλεα Alc. Mess. 12 ( Plan. 226). – Compar. λαρότερον, Simonds. 48 (VII, 24).
-
4 ἀ-κηράσιος
ἀ-κηράσιος, Hom. einmal, Od. 9, 205 οἶνον ἡδὺν ἀκηράσιον, ϑεῖον ποτόν, unverfälscht, edel; Ap. Rh. 2, 1272; λειμῶνες, noch nicht gemähte Wiesen, H. h. Merc. 72; rein, φῶς Ep. ad. 684 (VIII, 1), γυίων ἄνϑος Rhian. 4 (XII, 93); Nonn. öfter.
-
5 ἐκ-βρῡχάομαι
ἐκ-βρῡχάομαι, losbrüllen, Eur. Hel. 1557; στεναγμὸν ἡδύν, ausstoßen, I. T. 1390.
-
6 ἐκβρῡχάομαι
ἐκ-βρῡχάομαι, losbrüllen; στεναγμὸν ἡδύν, ausstoßen
См. также в других словарях:
ἡδύν — ἡδύς pleasant masc acc sg ἡδύς pleasant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TIMON — I. TIMON Apolloniates, seu Nicenus Philosophus, qui apud Chalcedonem philosophiam et oratoriam exercuit, carus Ptolelemaeo Philadelpho. Scripsit Tragoedias, Comoedias, et Satyras. Ammarulentus et mordas fuit, Sillorum, i. e. dicacitatum scriptor … Hofmann J. Lexicon universale
επαφρόδιτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο απόστολος. Ήταν βοηθός του αποστόλου Παύλου στα κηρύγματά του. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Δεκεμβρίου. 2. Ε. ο μάρτυς. Ένας από τους «μάρτυρες 12 εν Βιζύη». 3. Ε. ο μάρτυς. Ένας από τους… … Dictionary of Greek
ηχέτης — ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α) 1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός 2. καλλίφωνος, οξύφωνος 3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.) 4. (ως ουσ. κατά παράλ. τού τέττιξ) ο… … Dictionary of Greek
κιρνώ — κιρνῶ, άω και κίρνημι (AM) 1. αναμιγνύω κρασί με νερό («ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ», Ομ. Οδ.) 2. (μεσοπαθ.) κιρνῶμαι, άομαι ενώνομαι, ενοποιούμαι μσν. κερνώ αρχ. 1. μτφ. μετριάζω («βουλόμενοι δὲ μαλάττειν καὶ κιρνᾶν … Dictionary of Greek
στεγάζω — ΝΜΑ [στέγη / στέγος] κατασκευάζω στέγη, καλύπτω με στέγη (α. «το κτήριο δεν έχει στεγαστεί ακόμη» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῑς Ἰούδα», ΠΔ γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», επιγρ.) νεοελλ. 1. εγκαθιστώ σε οίκημα, σε κατάλυμα… … Dictionary of Greek
συρικτής — ὁ, ΜΑ, και συριγκτής Μ, και συριστής και συρίγκτης και δωρ. τ. συρικτάς Α [συρίζω (Ι)] 1. αυτός που παίζει τη σύριγγα, αυλητής 2. (για αυλό) αυτός που συρίζει, που παίζει («δόνακα, ἡδὺν συριστῆρα», Ανθ. Παλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «γέρανος ἄρρην» … Dictionary of Greek
χρυσίς — ίδος, η, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό τής οικογένειας χρυσίδες αρχ. 1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.) 2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.) 3.… … Dictionary of Greek
ωφελήσιμος — ον, Α ωφέλιμος, χρήσιμος («λόγον... ἡδύν, ὠφελήσιμον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ήσιμος (πρβλ. βοηθ ήσιμος)] … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek