-
1 ηρεμίζεσθαι
-
2 ἠρεμίζεσθαι
См. также в других словарях:
ἠρεμίζεσθαι — ἠρεμίζω bring to rest pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ηρεμίζεσθαι
2 ἠρεμίζεσθαι
ἠρεμίζεσθαι — ἠρεμίζω bring to rest pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)