-
1 ημεν
I.эп. conj.1) иἠ. νέοι ἠδὲ γέροντες Hom. — и молодые, и старые;
ἠ. θεὸς ἠδὲ καὴ ἀνήρ Hom. — как божество, так и человек2) илиἠ. ἀνακλῖναι ἠδ΄ ἐπιθεῖναι Hom. — или открывать, или задвигать
II.III.
См. также в других словарях:
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek