-
1 ημφεγνοησα
aor. к ἀμφιγνοέω См. αμφιγνοεω
См. также в других словарях:
ἠμφεγνόησα — ἀμφιγνοέω to be doubtful aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ημφεγνοησα
ἠμφεγνόησα — ἀμφιγνοέω to be doubtful aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)