-
1 ηθοποιος
2воспитывающий нравы, влияющий на душевный облик(τὸ θερμὸν χαὴ ψυχρόν Arst.; παίδευσις Plut.; μέλη Sext.)
См. также в других словарях:
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ηλιθιοποιός — ἠλιθιοποιός και ἠλιθοποιός, όν (Α) αυτός που κάνει κάποιον ηλίθιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίθιος + ποιός (< ποιώ), πρβλ. ηθο ποιός, οπλο ποιός] … Dictionary of Greek
ηλοποιός — ἡλοποιός, ὸν (Α) κατασκευαστής καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + ποιος (< ποιώ),πρβλ. ηθο ποιός, νομισματο ποιός] … Dictionary of Greek
ημεροποιός — ἡμεροποιός, όν (Α) αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + ποιός (< ποιώ) πρβλ. ηθο ποιός, θαυματο ποιός] … Dictionary of Greek
θηκοποιός — θηκοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει θήκες για ξίφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + συνδ. φων. ο + ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχο ποιός, ηθο ποιός] … Dictionary of Greek
καρποποιός — καρποποιός, όν (Α) αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ειδο ποιός, ηθο ποιός] … Dictionary of Greek
κλειδοποιός — ο (AM κλειδοποιός) αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο ποιός, ηθο ποιός] … Dictionary of Greek
κρεοποιός — κρεοποιός, ὁ (Α) κρεοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ηθο ποιός, φαρμακο ποιός] … Dictionary of Greek
κηποποιία — κηποποΐα, ἡ (Μ) η δημιουργία κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + ποιΐα (< ποιος < ποιῶ «δημιουργώ, εκτελώ»), πρβλ. επο ποιία, ηθο ποιία] … Dictionary of Greek