-
1 ἠέριος
A early, at or with early morn,ἠερίη δ' ἀνέβη μέγαν οὐρανόν Il.1.497
, cf. 557, 3.7 (Sch. ἐαριναί), Od.9.52, A.R.3.417.II later, ([etym.] ἠήρ) misty, dimly seen, Arat.349, A.R.1.580, 4.1239.2 high in air,ἠ. Γεράνεια Simon.114
; of birds, Opp.C.1.380, H.3.203; of flying-fish, ib.1.430;ἄγραι AP6.180
(Arch.), cf. Nonn.D.7.315, al.
См. также в других словарях:
ηέριος — ἠέριος, ίη, ον (Α) 1. πρωινός, αυγινός («ἠερίη δ ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ευήνεμος 3. (για πτηνά) αυτός που ζει, που πετά στον αέρα 4. αυτός διά μέσου τού οποίου δύσκολα μπορεί να δει κανείς, ομιχλώδης… … Dictionary of Greek