-
1 εντος
Iadv.1) внутри(ἐέργειν τινάς Hom. и τι Hes.; εἶναι Plat., Arst.)
ὅ ἐ. Plat., Arst. — внутренний;ἥ ἐ. θάλαττα Plut. — Средиземное море;τὸ и τὰ ἐ. Thuc., Plat., Arst. — внутренняя часть, внутренность, середина;ἐκ τοῦ ἐ. Thuc. — с внутренней стороны, изнутри;ἐ. εἶναι Dem. — не терять самообладания2) внутрь(ἐμβάλλειν τι Arst.)
3) внутри, под одеждой(ἐ. τέν χεῖρα ἔχειν Aeschin.)
II1) внутри, в(ἐ. ἢ ἔξωθεν δόμων Eur.; μήτε ἐ. εἶναί τινος μήτε ἔξω Plat.)
ἐ. ἑωυτοῦ γενέσθαι Her. — овладеть собой, остаться невозмутимым;ἐ. λογισμῶν εἶναι Plut. — быть в здравом уме2) внутри, под(τοῦ ἱματίοι Xen.)
3) внутрь(ἐ. πλαισίου ποιήσασθαί τινας Xen.)
4) с внутренней стороны, за(τείχεος ἐ. Hom. и ἐ. τείχους Isocr.)
5) по сю сторону(ἐ. τοῦ ποταμοῦ Her., Thuc.; ἐ. ὅρων Ἡρακλείων Plat.)
6) в пределах досягаемости(τοξεύματος Eur.; βελῶν Xen.; шутл. τοῦ φιλήματος Luc., Plut.)
7) в пределах, не свыше, до(εἴκοσιν ἡμερῶν Thuc.; ἑξήκοντα ἐτῶν Dem.; δραχμῶν πεντήκοντα Plat.)
8) ранее, до(ἐ. ἑσπέρας Xen.)
οἱ τῆς ἡλικίας ἐ. γεγονότες Lys. — не достигшие (установленного) возраста9) между(ἐ. τινος καί τινος Her.)
10) ближеοἱ ἐ. ἀνεψιότητος или ἀνεψιαδῶν Plat., Dem. — ближайшие родственники
11) в доме, у(ἐ. τινος τρέφεσθαι Plat.)
-
2 εντός
1. προθ. με γεν.1) (при обознач, места) в;εντός της οικίας — в доме;
εντός της χώρας — в стране; — внутри страны;
του υδατος — в воде;εντός μου (σου, του. κ.λ.π.) — во мне (в тебе, в нём и т. д.);
εντός μου — в моей душе;
2) (при обознач, времени) в течение, в продолжение;εντός δύο μηνών — в течение двух месяцев;
εντός ολίγου — в скором времени, скоро;
(при обознач, границ):εντός βολής πυροβόλου — в пределах досягаемости артиллерийского огня;
εντός ακτίνος εκατόν μέτρων — в радиусе ста метров;
εντός των όρων τού συμβολαίου — в рамках договора;
εντός των ορίων τού νόμου — в рамках закона;
εντός της προθεσμίας — в срок;
2. επίρρ. внутри; внутрь;3. με αρθρ. то, что находится внутри;προς τα εντός — внутрь;
οι εντός — находящиеся внутри (о людях);
τα εντός — внутренность; — внутренняя сторона;
αί εντός γωνίαι — внутренние углы
-
3 ἐντός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐντός
-
4 εντός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εντός
-
5 ἐντός
внутри, внутрь.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐντός
-
6 ἐντὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐντὸς
-
7 εντός
[эндос] επίρ (о месте) внутри, внутрь. -
8 αφρόεις
(-εντός), εσσα, εν см. αφρισμένος -
9 δενδρόετς
(-εντός), εσσα, εν лесистый -
10 ληφθείς
(-εντός), είσα, εν1) полученный;η ληφθείςείσα [επιστολή — полученное письмо;
2) принятый;η ληφθείςείσα απόφαση — принятое решение
-
11 προρρηθείς
(-εντός), είσα, εν вышеупомянутый, вышеназванный -
12 πτερόεις
(-εντός), εσσα, εν1) крылатый; 2) прям., перен. летучий;§ 2πεα πτερόεντα — а) пустые слова, одни слова; — б) крылатые слова
-
13 ρηθείς
(-εντός), είσα, εν сказанный, упомянутый -
14 φωνήεν
(-εντός) τό грам, гласный (звук) -
15 αει
эп. преимущ. αἰεί, эп.-поэт. тж. αἰέν, дор. αἰές и ἀέ, эол. ἀΐ или ἄϊ adv.1) всегда, постоянноδιὰ παντὸς ἀ. τοῦ χρόνου Xen. — в течение всего времени, во всякое время;
ἀ. διὰ βίου Plat. — в течение всей жизни;ἀ. (δή) ποτε Hom., Thuc. — чуть ли не всегда;ἐς τόδε ἀ. Thuc. — вплоть до настоящего времени2) (в разделит.-итерат. знач.) всякий раз (как), кто ни, что ниἀ. ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην Her. или ἀ. παρ΄ ἑκάστην ἡμέραν Xen. — что ни день;
ἀ. ἑκάστοτε Arph. — то и дело, беспрестанно;ὅ ἀ. βασιλεύων Her. и ὅ ἀ. κρατῶν Aesch. — кто бы ни царствовал, т.е. тот, кто в данное время царствует;ὅ ἀ. ὤν Xen. — вечный;οἱ ἀ. τούτων ἔκγονοι Her. — все их потомки;ὅ ἀ. ἐντὸς γιγνόμενος Thuc. — всякий проникший внутрь;οἱ ἀ. ἐγγυτάτω ἑαυτῶν ὄντες Plat. — все, кто бы ни находился в тесном с ними общении;τὰς ἀ. πληρουμένας (ναῦς) ἐξέπεμπον Thuc. — они высылали корабли по мере их оснащения -
16 ακοντισμα
- ατος τό1) брошенное копье2) дальность полета копьяἐντὸς τοῦ ἀκοντίσματος Xen. — (на) расстояние брошенного копья
3) pl. копьеметатели(ἀκοντίσματα καὴ τοξεύματα Plut.)
-
17 ακριβες
τό точность, строгость(τῆς συντάξεως τῶν Ῥωμαίων Polyb.; τῆς διασκέψεως Luc.)
ἐντὸς τοῦ ἀκριβοῦς Thuc. — без соблюдения строгой формы -
18 Αλεις
-
19 Αλης
-
20 Αλης...
Ἅλης...Ἅλεις, Ἅλης(тж. Ἄλης) - εντος ὅ Галент1) река в Лукании Theocr.2) река на о-ве Кос Theocr.
См. также в других словарях:
έντος — ἔντος, το (Α) (ο εν. σπάνιος συνήθης ο πληθ. ἔντεα και ἔντη, τα) 1. οπλισμός, όπλο (επιθετικό ή αμυντικό π.χ. δόρυ, ξίφος, ασπίδα, θώρακας κ.λπ.) («ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον» την ασπίδα, το ασύγκριτο όπλο μου, που τό… … Dictionary of Greek
ἐντός — within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… … Dictionary of Greek
εντός — επίρρ. τοπ. και πρόθ. 1. (ως επίρρ.), μέσα, στο εσωτερικό: Δεν υπάρχει τίποτε εντός. 2. ως πρόθ. (με γεν.), δηλώνει περιορισμό σε τοπικά ή χρονικά όρια: Άλλαξεν εντός μου ο ρυθμός του κόσμου (Γ. Βιζυηνός). – Εντός δύο ωρών. 3. (με το άρθρ.) οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔντος — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕντος — ἵημι Ja c io aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'ντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιμόεις — εντος, και Σιμοῡς, οῡντος, ὁ, Α ποταμός τής Τρωάδος τής Μικράς Ασίας, που αναφέρεται πολύ συχνά στην Ιλιάδα τού Ομήρου, ιδίως στις αφηγήσεις μαχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με σιμός* δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek