Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἕνεκα

  • 1 благодаря

    благодаря χάρη σε, ένεκα, εξαιτίας \благодаря вашей помощи χάρη στη βοήθεια σας' \благодаря тому, что... χάρη στο ότι...
    * * *
    χάρη σε, ένεκα, εξαιτίας

    благодаря́ ва́шей по́мощи — χάρη στη βοήθεια σας

    благодаря́ тому́, что... — χάρη στο ότι...

    Русско-греческий словарь > благодаря

  • 2 ввиду

    ввиду ένεκα, εξαιτίας, επει δή \ввиду того, что... δεδομένου ότι...
    * * *
    ένεκα, εξαιτίας, επειδή

    ввиду́ того́, что... — δεδομένου ότι...

    Русско-греческий словарь > ввиду

  • 3 ввиду

    ввиду́
    предлог (по причине) ἐπειδή, ἐνεκα, ἐνεκεν, ἐξ αἰτίας:
    \ввиду того, что... ἐπειδή, ἐνεκα τοῦ..., λόγω τοῦ...

    Русско-новогреческий словарь > ввиду

  • 4 за

    за
    предлог с вин. и твор. под.
    1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):
    уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·
    2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:
    садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·
    3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:
    за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·
    4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:
    за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·
    5. (в течение) στή διάρκεια σέ:
    заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·
    6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:
    вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·
    7. (при прикосновении):
    брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:
    бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·
    9. (вместо) γιά:
    работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·
    10. (при указании стоимости, цены):
    купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·
    11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):
    идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·
    12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:
    за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·
    13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:
    награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα.

    Русско-новогреческий словарь > за

  • 5 из-за

    из-за
    предлог с род. п.
    1. ἀπό, πίσω ἀπό, ἀπό πέρα:
    \из-за стола ἀπ· τό τραπέζι· \из-за угла ἀπ' τή γωνιά· \из-за моря ἀπό πέρα ἀπ· τή θάλασσα·
    2. (по причине) Ενεκα, ἐξ αίτίας, λόγω:
    \из-за дождя ἔνεκα (έξ αἰτίας) τής βροχής· \из-за пустяков γιά τό τίποτε· \из-за тебя ἐξ αίτιας σου.

    Русско-новогреческий словарь > из-за

  • 6 ввиду

    προθ.
    εξ αιτίας, λόγω, ένεκα•

    ввиду того, что λόγω του, ένεκα του.

    Большой русско-греческий словарь > ввиду

  • 7 Concern

    subs.
    Business: P. and V. πρᾶγμα, τό, ἔργον, τό; see Work.
    Anxiety: P. and V. φροντς, ἡ, P. ἀγωνία, ἡ, Ar. and V. μέριμνα, ἡ, V. σύννοια, ἡ, μέλημα, τό; see Fear.
    You have no concern in: P. and V. οὐ σοὶ μέτεστι (gen.).
    ——————
    v. trans.
    Have to do with: P. and V. προσήκειν (dat.), τείνειν εἰς (acc.).
    It concerns, it is a care to: P. and V. μέλει (dat.).
    Be concerned about: P. and V. μεριμνᾶν (acc.), φροντίζειν (gen. or prep.), σπουδάζειν πέρ (gen.), κήδεσθαι (gen.) (also Ar. but rare P.), V. προκήδεσθαι (gen.), προκηραίνειν (gen.).
    Be concerned in, have a share in: P. and V. κοινωνεῖν (gen.), κοινοῦσθαι (acc. or gen.), μετέχειν (gen.), συμμετέχειν (gen.), μεταλαμβνειν (gen.).
    Concerned in, joint cause of, adj.: P. and V. συναίτιος (gen.), μέτοχος (gen.); see Accessory.
    As far as you are concerned: P. and V. τὸ σὸν μέρος; see under Far.
    As far as he is concerned: V. τοὐκείνου... μέρος (Eur., Hec. 989).
    As far as... is concerned: P. and V. ἕνεκα (gen.), V. οὕνεκα (gen.) (Eur., Phoen. 865; also And. 759), ἕκατι (gen.) (Eur., Cycl. 655).
    As far as decrees are concerned he would long ago have paid the penalty: P. πάλαι ἂν ἕνεκά γε ψηφισμάτων ἐδεδώκει δίκην (Dem. 32).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Concern

  • 8 For

    prep.
    On account of: P. and V. δι (acc.). ἕνεκα (gen.), χριν (gen.) (Plat.), V. εἵνεκα (gen.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.).
    On the ground of: P. and V. ἐπ (dat.).
    Be pitied for: P. ἐλεεῖσθαι ἐπί (dat.).
    Be admired for: P. θαυμάζεσθαι ἐπί (dat.).
    Renowned for: P. εὐδόκιμος εἰς (acc.) (Plat., Ap. 29D).
    Have reputation for: P. εὐδοκιμεῖν ἐπί (dat.).
    On a charge of: P. and V. ἐπ (dat.).
    For the sake of: P. and V. ἕνεκα (gen.), δι acc.), πρό (gen.). πέρ (gen.), χριν gen.) (Plat.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἵνεκα
    ( Fear) for: P. and V. περ (dat.), ἀμφ (dat.), πέρ (gen.).
    ( Contend) for one's life: P. and V. περὶ ψυχῆς.
    In place of, or in exchange for: P. and V. ἀντ (gen.).
    In favour of: P. and V. πέρ (gen.). πρός (gen.) (Plat., Prot. 336D); see Favour.
    Against: see Against.
    For the purpose of: P. and V. εἰς (acc.), ἐπ (dat.).
    He levied money for the navy: P. ἠγυρολόγησεν εἰς τὸ ναυτικόν (Thuc. 8. 3).
    He would have asked twenty drachmas for a cloak: Ar. δραχμὰς ἂν ἤτησʼ εἴκοσιν εἰς ἱμάτιον (Plut., 982).
    To fetch: P. and V. ἐπ (acc.).
    In search of: P. and V. κατ (acc.).
    Expressing duration of time, use the acc.
    Provisions for three days: P. σιτία τριῶν ἡμερῶν.
    Expressing space traversed, put the acc.
    For six or seven furlongs the Plataeans took the road for Thebes: P. ἐπὶ ἓξ ἢ ἕπτα σταδίους οἱ Πλαταιῆς τὴν ἐπὶ τῶν Θηβῶν ἐχώρησαν (Thuc. 3, 24).
    In limiting sense: P. and V. ὡς.
    Faithful for a herdsman: V. πιστὸς ὡς νομεὺς ἀνήρ (Soph., O.R. 1118).
    As for: P. and V. κατ (acc.), ἐπ (dat.).
    Had it not been for: P. εἰ μὴ διά (acc.) (Dem. 370).
    ——————
    conj.
    P. and V. γάρ, καὶ γάρ.
    Because: P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁθούνεκα.
    Since: P. and V. ἐπεί, ὡς, ἐπειδή.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > For

  • 9 Purpose

    subs.
    P. and V. γνώμη, ἡ, ἀξίωμα, τό, βούλευμα, τό, ἔννοια, ἡ, ἐπνοια, ἡ, Ar. and P. δινοια, ἡ, V. φρόνησις, ἡ.
    Deliberate choice of action: P. προαίρεσις, ἡ.
    Make it one's purpose to: P. προαιρεῖσθαι (infin.).
    Keep to your present purpose: V. σῶζε τὸν παρόντα νοῦν (Æsch., P.V. 392).
    For this very purpose: P. and V. ἐπʼ αὐτὸ τοῦτο, P. εἰς αὐτὸ τοῦτο, αὐτοῦ τούτου ἕνεκα.
    A sickle made for the purpose: P. δρέπανον ἐπὶ τοῦτο εἰργασθέν (Plat., Rep. 353A).
    For what purpose? P. τοῦ ἕνεκα; P. and V. ἐπ τῷ; see Why.
    On purpose, deliberately: P. and V. ἐκ προνοίας (Eur., H.F. 598), P. ἐκ παρασκευῆς, Ar. and P. ἐπτηδες, ἐξεπτηδες; see also Intentionally.
    Voluntarily: P. and V. ἑκουσίως, V. ἐξ ἑκουσίας.
    Done on purpose, voluntary (of things): P. and V. ἑκούσιος.
    To good purpose: P. and V. εἰς καιρόν, V. πρὸς καιρόν.
    To no purpose: see in vain, under Vain.
    Without purpose, at random: P. and V. εἰκῆ.
    Vainly: P. and V. μτην, V. ματαίως.
    Not without purpose: V. οὐκ ἀφροντίστως.
    ——————
    v. trans. or absol.
    With infin., P. and V. βουλεύειν, ἐννοεῖν, νοεῖν, Ar. and P. διανοεῖσθαι, ἐπινοεῖν.
    Be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Purpose

  • 10 благодаря

    благодаря
    предлог с дат. п. χάρις είς (σέ), ἐνεκα, ἐξ αἰτίας.

    Русско-новогреческий словарь > благодаря

  • 11 отсутствне

    отсутств||не
    с
    1. (чего-л.) ἡ ἔλλειψη, ἡ ἀπουσία:
    \отсутствне деиег ἡ ἀπουσία χρημάτων \отсутствне спроса ἡ ἀζητησία· \отсутствне соста́ва преступления юр. ἡ ἔλλειψις στοιχείων ἐνο-λής· \отсутствне воли (доверия) ἡ ἔλλειψη θελήσεως (εμπιστοσύνης)· \отсутствне корысти ἡ ἀνι-διοτέλεια· за \отсутствнеием канц. ἔνεκα ἐλλείψε-«V в случае \отсутствнеия ἐν ἐλλείψει·
    2. (кого-л.) ἡ ἀπουσία:
    быть в \отсутствнеии ἀπουσιάζω· в мое \отсутствне ἐν ἀπουσία μου.

    Русско-новогреческий словарь > отсутствне

  • 12 почва

    почв||а
    ж
    1. τό ἔδαφος, ἡ γή:
    болотистая \почва τό ἐλωδες, βαλτώδες ἔδαφος· гли́иистая \почва τό πηλώδες (άργιλλώδες) ἔδαφος· плодородная \почва τό γόνιμο ἔδαφος·
    2. перен τό ἔδαφος, ἡ βάσις:
    на-щу́пать \почвау ἀνιχνεύω, βολιδοσκοπώ· заранее подготовить \почвау προετοιμάζω, προλειαίνω τό ἔδαφος· терять \почвау под ногами μοῦ φεύγει τό ἔδαφος4, κάτω ἀπ' τά πόδια μου· выбивать \почвау из-под ног ἀφοπλίζω στή συζήτηση, στρυμώχνω στή συζήτηση· ◊ на \почвае чего-л. ἐξαιτίας, ἔνεκα, λόγω τοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > почва

  • 13 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 14 вследствие

    πρόθ. με γεν. εξ αιτίας, λόγω, ένεκα, επειδή, γιατί•

    вследствие болезни λόγω ασθενείας, γιατί αρρώστησε.

    Большой русско-греческий словарь > вследствие

  • 15 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 16 из-за

    πρόθεση.
    1. απο, πίσω από από πέρα•

    смотреть из-за дверь κοιτάζω από την πόρτα•

    встать из-за стола σηκώνομαι από το τραπέζι•

    выскочить из-за угла ξεπετιέμαι από τη γωνία•

    из-за облака выплыла опять луна από πίσω από το σύννεφο ξαναβγήκε το φεγγάρι•

    он приехал из-за моря αυτός ήρθε από υπερπόντια χώρα•

    приехать границы έρχομαι από το εξωτερικό.

    2. λόγω, απο, εξ αιτίας•

    разошлись из-за пустяков χώρεσαν από το τίποτε•

    из-за шума ничего не слышно από το θόρυβο τίποτε δεν ακούεται•

    из-за дождя опоздал λόγω της βροχής άργησα•

    из-за того από αυτό• (ένεκα τούτου)•

    из-за какого-то обстоятельства από κάποιο περιστατικό•

    из-за тебя все неприятности εξ αιτίας σου όλα τα δυσάρεστα•

    из-за мелочей дерутся από μικροπράγματα τσακώνονται•

    жениться из-за денег παντρεύομαι για χρήματα•

    из-за тебя мы мучимся здесь από σένα !εμείς βασανιζόμαστε εδώ;

    Большой русско-греческий словарь > из-за

  • 17 от

    κ. ото πρόθεση με γεν.
    1. (σημαίνει κίνηση από ένα σημείο• αφετηρία απομάκρυνση)• απο, εκ•

    путешествие началось от Афин το ταξίδι άρχισε από την Αθήνα•

    от Москвы до Ленинграда από τη Μόσχα ως το Λένινγκραντ•

    от частного к общему από το μερικό στο γενικό•

    от края до края απ άκρη σ άκρη•

    слеп от рождения τυφλός εκ γενετής (γενητάτος)•

    от еных лет από τα νεανικά χρόνια•

    он работает от утри до ночи αυτός εργάζεται από το πρωί ως το βράδυ•

    мороз от пяти до десяти градусов ψύχος από πέντε ως δέκα βαθμούς•

    от головы до пяток από το κεφάλι ως τις φτέρνες•

    имущество от отца περιουσία από τον πατέρα•

    от роду εκ γενετής•

    час от часу από ώρα σε ώρα•

    письмо от пятого марта επιστολή από τις πέντε του Μάρτη.

    2. (με σημ. αιτίας, αφορμής)• απο, εκ, λόγω, ένεκα•

    бледный от страха χλωμός από το φόβο•

    петь от -радости τραγουδώ από χαρά•

    заболеть от переутомления αρρωσταίνω από υπερκόπωση.

    3. κατά, ενάντια, για•

    средство от кашли φάρμακο για το βήχα•

    палка от собак ξύλο για τα σκυλιά.

    4. για• απο•

    футляр от очков θήκη για τα ματογυάλια•

    скорлупа от орехов καρυδότσουφλα•

    крышка от кастрюли καπάκι της κατσαρόλας.

    || (για σχέση, ιδιότητα κ.τ.τ.) απο•

    у не есть что-то от матери αυτή έχει κάτι από τη μάνα (σε κάτι μοιάζει).

    5. με, εκ, εξ, απο•

    от всей моей души μ όλη μου την ψυχή (ολόψυχα)•

    от всего сердца μ όλη μου την καρδιά.

    6. με• σε•

    день ото дня από μέρα σε μέρα, μέρα με τη μέρα•

    год от году χρόνο με το χρόνο• από χρόνο σε χρόνο•

    время от времени από καιρό σε καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > от

  • 18 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 19 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 20 потому

    επίρ.
    γι αυτό, ένεκα τούτου.
    σύνδ. υποτακτικός•

    потому что κ. потому как γιατί, επειδή•

    не ем потому что не хочу δεν τρώγω, γιατί δε θέλω.

    Большой русско-греческий словарь > потому

См. также в других словарях:

  • ἕνεκα — on account of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένεκα — και ένεκεν (AM ἕνεκα και ἕνεκεν Α και ποιητ. τύπος εἵνεκα και ιων. τύπος εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. τύπος ἕννεκα και επιγρ. ἕνεκε και ἕνεκον) (πρόθεση) 1. δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε κάτι («ένεκα που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «ένεκα… …   Dictionary of Greek

  • ένεκα — απαρχαιωμένη πρόθ. 1. συντάσσεται με γεν., εξαιτίας, για: Ένεκα της βροχής δε φύγαμε. 2. σε λαϊκές φράσεις συντάσσεται λαθεμένα και με ονομαστ.: Ένεκα η βροχή βραχήκαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χἄνεκα — ἕνεκα , ἕνεκα on account of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕνεκ' — ἕνεκα , ἕνεκα on account of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕνεχ' — ἕνεκα , ἕνεκα on account of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵνεκα — ἕνεκα on account of epic ionic (poetic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵνεκεν — ἕνεκα on account of epic ionic (poetic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕνεκεν — ἕνεκα on account of indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούνεκα — οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α) (αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα) 1. γι αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.) 2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ ἕνεκά σφιν... ἄλγεα …   Dictionary of Greek

  • Telos (Philosophie) — Als Zweck (griechisch τέλος [telos], auch ού ένεκα [hou heneka], lateinisch finis, englisch purpose) wird der Beweggrund (movens) einer zielgerichteten Tätigkeit oder eines Verhaltens verstanden. Das Ziel (Telos) als Anlass für eine Handlung wird …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»