-
1 marais
έλος -
2 močál
έλος -
3 mokradło
έλος -
4 trzęsawisko
έλος -
5 Helos
Ἕλος, -ους, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Helos
-
6 болото
-
7 болото
το έλος, ο βάλτος, το τέλμαторфяное - τυρφώδες -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > болото
-
8 топь
ο βούρκος, το έλος, ο βόρβορος, η λάσπη, το τέλμα, ο βάλτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > топь
-
9 болото
боло́||тос τό ἐλος, ὁ βάλτος, τό τέλμα. -
10 дутый
дут||ыйприл1. φυσητός (о стекле)/ Ελος, βαθουλός (полый)·2. перен ^увеличенный) разг ὑπερβολικός, ρεξογκωμένος, παραφουσκωμένος:\дутыйые цифры οἱ ἐξογκωμένοι ἀριθμοί. -
11 топь
топьж τό ἔλος, ὁ βάλτος, τό τέλμα. -
12 торфяной
торф||янойприл τυρφώδης/ ἀπό τύρφη (из торфа):\торфянойяное болото τό τυρφώδες ἔλος· \торфянойяно́й брикет ἡ μπρικέττα ἀπό τύρφη. -
13 топь
[τόπ'] ουσ. θ. έλος -
14 топь
[τόπ'] ουσ θ έλος -
15 болото
-а ουδ.1. βάλτος, τέλμα, έλος.2. μτφ. στασιμότητα, αδράνεια•обывательское -μικροαστική αδράνεια•
оппортунистическое -οππορτουνιστικός βάλτος•
бюрократическое болото γραφειοκρατική βρωμιά (βάλτος).
-
16 Bog
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bog
-
17 Fen
subs.Of the fen, adj.: P. and V. ἕλειος, Ar. λιμναῖος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fen
-
18 Marsh
subs.Of a marsh, adj.: P. and V. ἕλειος, Ar. λιμναῖος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Marsh
-
19 Quagmire
subs.P. ἕλος, τό, Ar. and P. τέλμα, τό.Keeping his foot clear of the fatal quagmire: V. ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα (Æsch., Choe. 697).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Quagmire
-
20 Slough
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Slough
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἕλος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλος — marsh meadow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… … Dictionary of Greek
έλος — το γεν. ους, πληθ. η, κοίλη έκταση εδάφους η οποία καλύπτεται από αβαθή νερά που λιμνάζουν μόνιμα, βάλτος, τέλμα, τέναγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἕλει — Ἕλος neut nom/voc/acc dual (attic epic) Ἕλεϊ , Ἕλος neut dat sg (epic ionic) Ἕλος neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕλη — Ἕλος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Ἕλος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλέων — Ἕλος neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλῶν — Ἕλος neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕλεα — Ἕλος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλεα — ἕλος marsh meadow neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕλεος — Ἕλος neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)