-
1 εκαεργος
2действующий на далекое расстояние, т.е. далекоразящий, по друг. далеко отражающий (бедствия)( эпитет Аполлона) Hom., Pind., Arph., Plut.
-
2 εκαθεν
См. также в других словарях:
Ἕκα — Ἕκᾱ , Ἕκης masc nom/voc/acc dual (doric) Ἕκης masc voc sg (doric) Ἕκᾱ , Ἕκης masc gen sg (doric aeolic) Ἕκης masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκα- — χημ. πρόθημα που έχει ληφθεί από τη Σανσκριτική (eka) και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει, στην κατάταξη τού Μεντελέγιεφ, τα άγνωστα στην εποχή του χημικά στοιχεία ο Μεντελέγιεφ είχε προβλέψει την ύπαρξή τους και είχε διατηρήσει κενές τις θέσεις… … Dictionary of Greek
ἑκαβόλον — ἑκᾱβόλον , ἑκηβόλος attaining his aim masc/fem acc sg (doric) ἑκᾱβόλον , ἑκηβόλος attaining his aim neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκαδον — ἔκᾱδον , κήδω trouble imperf ind act 3rd pl (doric) ἔκᾱδον , κήδω trouble imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκαον — ἔκᾱον , καίω kindle imperf ind act 3rd pl (attic) ἔκᾱον , καίω kindle imperf ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕκας — Ἕκᾱς , Ἕκης masc acc pl (doric) Ἕκᾱς , Ἕκης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκ' — ἐκά , ἐκάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκαδόμεθα — ἐκᾱδόμεθα , κήδω trouble imperf ind mp 1st pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκαδόμην — ἐκᾱδόμην , κήδω trouble imperf ind mp 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκάδοντο — ἐκά̱δοντο , κήδω trouble imperf ind mp 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκάετο — ἐκά̱ετο , καίω kindle imperf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)