-
1 έωξα
-
2 ἔῳξα
-
3 ἀνοίγω
ἀν|οίγω открывать ἀν|οίγω, ἀν|οίξω, ἀν|έωξα, ἀνέῳγμαι, ἀνεῴχθην -
4 προσοίγνυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοίγνυμι
-
5 ἐών
См. также в других словарях:
ἔῳξα — οἴγω open aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)