Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἔχ'+αὐτοῦ

  • 61 однофамилец

    льца α., -лица, -ы θ.
    του αυτού επωνύματος.

    Большой русско-греческий словарь > однофамилец

  • 62 околоточный

    επ.
    1. του αστυνομικού τμήματος.
    2. ως ουσ. αστυνομικός διοικητής τμήματος καθώς και ο βαθμός αυτού.
    εκφρ.

    Большой русско-греческий словарь > околоточный

  • 63 опоек

    -ойка α. μοσχαράκι του γάλακτος καθώς και το δέρμα αυτού.

    Большой русско-греческий словарь > опоек

  • 64 отвиснуть

    -нет, παρλθ. χρ. отвис
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    κρεμώ, κρέμομαι•

    у него щки -ли αυτού κρέμασαν τα μάγουλα.

    Большой русско-греческий словарь > отвиснуть

  • 65 отмена

    θ.
    κατάργηση• ακύρωση•

    отмена налога κατάργηση του φόρου•

    отмена закона κατάργηση νόμου•

    отмена частной собственности κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας•

    отмена приговора ακύρωση δικαστικής απόφασης•

    отмена крепостного права κατάργηση της δουλοπαροικίας.

    || ανάκληση•

    отмена приказания ανάκληση διαταγής.

    || αναβολή•

    отмена спектакля αναβολή του θεάματος.

    εκφρ.
    в -у – αντ αυτού, ως αντικαταστάτης (αναπληρωτής)• αντί του..., στη θέση του...

    Большой русско-греческий словарь > отмена

  • 66 пандан

    α. άκλ. το αντίστοιχο, το προσόμοιο καλλιτεχνήματος•

    в пандан σε αντιστοιχία• αντί αυτού, σαν παρόμοιο.

    Большой русско-греческий словарь > пандан

  • 67 перехватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перехваченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, σταματώ, κρατώ• παίρνω•

    я -ил его по дороге τον έπιασα στο δρόμο (ενώ βάδιζε)•

    перехватить мяч παίρνω (από άλλον) την ποδόσφαιρα•

    перехватить письмо πιάνω γράμμα (επιστολή).

    || πέφτω επάνω, συναντώ. || καταλαβαίνω, κυριεύω•

    перехватить дорогу καταλαβαίνω την οδό.

    2. αρπάζω, πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω. || περιζώνω, περιδένω. || μτφ. διακόπτω, κόβω εμποδίζω.
    3. σταματώ, κόβω•

    у него -ло дыхание αυτού του πιάστηκε η αναπνοή.

    4. (απλ.) σφάζω.
    5. τσιμπώ, τρώγω πρόχειρα.
    6. δανείζομαι για λίγες μέρες.
    7. ξεπερνώ τα επιτρεπόμενα όρια, το παρακάνω, ξεφεύγω, εκτρέπομαι.
    εκφρ.
    перехватить через край – το παρακάνω, (πράττω κάτι άτοπο).
    πιάνομαι, κρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > перехватить

  • 68 пи

    ουδ. άκλ. πι (από το ελληνικό γράμμα Π. (μαθ.) που παρασταίνεται διεθνώς ο λόγος της περιφέρειας του κύκλου προς τη διάμετρο αυτού.

    Большой русско-греческий словарь > пи

  • 69 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 70 польза

    θ.
    1. ωφέλεια, όφελος•

    польза спорта ωφέλεια από τον αθλητισμό.

    2. κέρδος•

    без всякой -ы для себя χωρίς κανένα όφελος για τον εαυτό μου•

    общая польза κοινή ωφέλεια•

    частная польза ατομικό όφελος•

    в -у бедных προς όφελος των φτωχών•

    общественная польза κοινωνικό όφελος.

    εκφρ.
    в -у – α) προς όφελος., β) υπέρ•
    есть свидетельства в -у и против этой системы – υπάρχουν τα υπέρ και, τα κατά αυτού του συστήματος•
    с -ой – ωφέλιμα, χρήσιμα•
    идти на пользу – πηγαίνω προς όφελος (επιδρώ θετικά).

    Большой русско-греческий словарь > польза

  • 71 потом

    επίρ.
    1. μετά, έπειτα, ύστερα, κατόπι.
    2. εκτός αυτού, ακόμα, επίσης.

    Большой русско-греческий словарь > потом

  • 72 предшествовать

    ρ.δ.
    1. παλ. προηγούμαι, προπορεύομαι.
    2. γίνομαι, συμβαίνω προηγούμενα•

    этому -ли ряд событий προηγήθηκαν αυτού μια σειρά γεγονότα.

    Большой русско-греческий словарь > предшествовать

  • 73 ради

    πρόθ. με γεν.
    1. χάρις, χάριν, για, δια, προς•

    не для себя, а ради общей пользы όχι για τον εαυτό μου, αλλά για το κοινό όφελος•

    сего, того ради χάριν αυτού, εκείνου• χάριν του ενός, χάριν του άλλου•

    ради дела χάριν της υπόθεσης•

    ради него για χατήρι του.

    2. για όνομα, εν ονόματι, στο όνομα•

    просить христа ради ζητώ στο όνομα του Χριστού•

    ради дружбы στο όνομα (χάριν) της φιλίας.

    3. λόγω, ένεκα•

    ради развлечения για διασκέδαση•

    шутки ради χάριν αστειότητας•

    ради смеха για γέλιο.

    4. γιατί,για ποιο λόγο, σκοπό, για ποια αιτία, προς τι•

    чего ради ты пошл туда? γιατί πήγες εκεί;•

    его простили ради молодости τον συγχώρησαν γιατί ήταν νέος.

    Большой русско-греческий словарь > ради

  • 74 разве

    μόριο κ. σύνδ.
    1. (με σημ. αμφιβολίας)• άραγε(ς), τάχα, -ατές, μήπως, μήγαρις•

    разве он приехал? άραγε αυτός ήρθε;•

    разве можно так говорить старшему? άραγε επιτρέπεται να μιλάς έτσι στο μεγαλύτερο σου;•

    разве это справедивость? άραγε αυτό είναι δικαιοσύνη;

    2. ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν επιτρέπεται• πρέπει (με τις λ. можно, возможно) разве можно ему верить? άραγε μπορείς να τον πιστέψεις; να εμπιστευτείς σ αυτόν;
    3. σύνδ. (με τις λ. только, что)• μη υπολογίζοντας, εκτός αυτού, μόνο•

    я ничего не.знаю

    - только то, что он убит δεν ξέρω τίποτε άλλο, εκτός από το ότι είναι σκοτωμένος. || με σημ. αν δεν..., αν μόνο δεν...• я непременно к вам приду разве дождь помешает θα έρθω οπωσδήποτε σε σας, εκτός αν βρέξει (εκτός μόνο αν η βροχή σταθεί εμπόδιο).

    Большой русско-греческий словарь > разве

  • 75 рассуждение

    ουδ.
    1. σκέψη, κρίση• συλλογισμός•

    правильное рассуждение σωστή σκέψη•

    вздорное рассуждение ανόητη σκέψη.

    || πλθ. -я διατυπώσεις, κρίσεις• κουβέντες. || αντίρρηση, αντιλογία• συζήτηση•

    без -ий χωρίς αντιρρήσεις, αναντίρρητα, ασυζητητί.

    2. παλ. έργο, εργασία πνευματική.
    εκφρ.
    в рассуждение кого-чего – όσον αφορά, σχετικά προς•
    в -и сегоπαλ. ένεκα τούτου, εξ αιτίας αυτού, γι αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > рассуждение

  • 76 репейник

    α.
    1. τα ροδωδή• αγριμόνιο, η αγριμαία, φονόχορτο.
    2. η ταξιανθία ή οι καρποί αυτού.

    Большой русско-греческий словарь > репейник

  • 77 родимый

    επ.
    1. (απλ.) προσφιλής, φιλτατος, υπεραγαπητός.
    2. ουσ. (κλήση, προσφώνηση)• πατέρα• -ая μητέρα. || πλθ. -ые οι γονείς.
    εκφρ.
    - ое пятно – α) στίγμα, κηλίδα στο δέρμα εκ γενετής, β) έμφυτο φαινόμενο• επιβίωση•
    - мые пятна капитализма – καπιταλιστικές επιβιώσεις.(αγιάτρευτες πληγές αυτού).

    Большой русско-греческий словарь > родимый

  • 78 своротить

    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ• ρίχνω κάτω•

    -мешки с телеги ρίχνω κάτω τα τσουβάλια από το κάρο.

    || μτφ. (απλ.) μεταπείθω. || (απλ.) οικοδομώ, φτιάχνω.
    2. αναποδογυρίζω με χτύπημα. || βλάπτω, χαλνώ. || στραβώνω (για πρόσωπο ή μέλη αυτού).
    3. (για σφάλματα, κακές πράξεις) τα ρίχνω, τα φορτώνω.
    4. βλ. свернуть (5, 6, 7 σημ.).
    εκφρ.
    своротить с умаβλ. έκφραση στη λ. ум (сойти с ума).
    βλ. свернуться (6, 7 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > своротить

  • 79 сегментный

    επ.
    του τμήματος κύκλου ή σχήματος αυτού.

    Большой русско-греческий словарь > сегментный

  • 80 сельпо

    ουδ. άκλ. (сельское потребительное общество)• αγροτικός καταναλωτικός συνεταιρισμός• μαγαζί αυτού του συνεταιρισμοί).

    Большой русско-греческий словарь > сельпо

См. также в других словарях:

  • .αυτοῦ — αὑτοῦ , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut gen sg αὑτοῦ , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτού — και ευτού (AM αὐτοῡ) επίρρ. ακριβώς σ αυτό το μέρος, εδώ, εκεί νεοελλ. 1. τη στιγμή που, τότε που, καθώς 2. τότε, στη στιγμή αρχ. φρ. «αὐτοῡ ταύτη» ακριβώς εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Γενική της αντωνυμίας αυτός (πρβλ. άλλος > αλλού, πάντα > παντού)] …   Dictionary of Greek

  • αυτού — 1. επίρρ. τοπικό, σ αυτό το μέρος: Κάθισε αυτού που είσαι. 2. σπν. επίρρ. χρον., τότε: Κι αυτού στο γέρμα του ηλιού, κοντά να ξημερώσει (δημοτ. στίχ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτοῦ — αὐτός self neut gen sg αὐτός self masc gen sg αὐτοῦ just there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑτοῦ — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut gen sg ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. — εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. См. На чью либо голову …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὴν αὐτοῦ σκιὰν φοβεῖσθαι. — τὴν αὐτοῦ σκιὰν φοβεῖσθαι. См. Собственной тени боится …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. — τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. См. Волка ноги кормят …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδεὶς ἔπτυσεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὡς μὴ τὸ πτύσμα πρὸς τὸ αὐτοῦ καταπεσεῖν πρόσωπον. — См. Вверх не плюй: себя побереги …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ποικιλώτερος αὐτοῦ Πρωτέως. — См. Протей …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • καὐτοῦ — αὐτοῦ , αὐτός self neut gen sg αὐτοῦ , αὐτός self masc gen sg αὐτοῦ , αὐτοῦ just there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»