-
1 ιπνος
Arst. ἴπνος ὅ1) печь2) очаг3) кухонное помещение, кухня(εἰσελθεῖν εἰς τὸν ἰπνόν Arph.)
4) фонарьἰπνοὺς ἔχειν, ἐν δὲ τοῖς ἰπνοῖσι πῦρ Arph. — держать фонари, да (еще) зажженные
5) навозная куча Arph. -
2 Ιπνος
-
3 ελεφαντινος
См. также в других словарях:
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek
ἰπνός — oven masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνοῖς — ἰπνός oven masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνοῖσι — ἰπνός oven masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνοί — ἰπνός oven masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνοῦ — ἰπνός oven masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνούς — ἰπνός oven masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνῶ — ἰπνός oven masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνῷ — ἰπνός oven masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνόν — ἰπνός oven masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπνίον — ἰπνίον, τὸ (Α) υποκορ. τού ιπνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. παιδ ίον)] … Dictionary of Greek