-
1 ἔφορος
-
2 ἐπ-όγμιος
ἐπ-όγμιος, ον, Beiwort der Demeter, Add. 1 (VI, 258); nach Suid. ἔφορος τοῦ ϑέρους, dem Pflügen od. Mähen vorstehend. S. ὄγμος.
-
3 ἐπ-ώνυμος
ἐπ-ώνυμος, 1) seinen Namen woher habend, wonach benannt, ὄνομα ἐπώνυμον, gew. ein Name, den die Eltern bei einer besonderen Veranlassung mit besonderer Bedeutung dem Kinde beilegen, ein bedeutungsvoller Name, vgl. Od. 19, 406 πολλοῖσιν ὀδυσσάμενος τόδ' ἱκάνω –. τῷ δ' Ὀδυσεὺς ὄνομ' ἔστω ἐπ.; Il. 9, 562 Od. 7, 54; Πύϑιον καλέουσιν ἐπώνυμον οὕνεκα κεῖϑι αὐτοῦ πῠσε πέλωρ μένος ὀξέος ἠελίοιο H. h. Apoll. 373; Hes. Th. 144. 282; ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ' ἐπώνυμος, du warst also mit Recht so benannt, Eur. Phoen. 1495; Βόσπορος ἐπώνυμος κεκλήσεται, er wird nach dir Bosp. genannt werden, Aesch. Prom. 733; τινός, wonach benannt, ὄρνιχος Pind. I. 5, 51; ἐμοῦ δ' ἄνακτος εὐλόγως ἐπώνυμον γένος Πελασγῶν Aesch. Suppl. 252; Prom. 847; Soph. O. R. 210; Eur. Ion 1594; in Prosa, ἐπώνυμοι τοῦ καταστρεψαμένου καλέονται Her. 7, 11; Plat. Lgg. VIII, 828 c u. Folgde; τὸ καλὸν πᾶν ἐπώνυμόν ἐστι τοῦ κόσμου Arist. de mund. 6; ἐπὶ τούτου τοῦ οὔρεος οἱ ἄνϑρωποι ἐπώνυμοι ἐγένοντο Her. 4, 184; Luc. Navig. 38; ἀπό τινος, D. Hal. 1, 71. – Sp. auch c. dat., D. Sic. 5, 4; D. Hal. 1, 9 u. A. – 21 seinen Namen einem Andern gebend; bes. in Athen die Heroen, nach denen die zehn von Klisthenes eingerichteten Phylen benannt sind, οἱ τῆς πόλεως ἐπώνυμοι Dem. 24, 8; πρόσϑεν τῶν ἐπωνύμων ἐκϑεῖναι νόμον ib. 18, Lept. 94, denn auf dem Platze der Versammlungen der Fünfhundert standen die Bilder dieser Heroen. – Später heißt der erste Archon, nach dem das Jahr benannt wird, ἐπώνυμος, wie in Rom die Konsuln ἀρχαὶ ἐπ., Hdn. 1, 16, 17. – In Sparta ἔφορος ἐπώνυμος, Paus. 3, 11, 2.
-
4 ἐπόγμιος
ἐπ-όγμιος, ον, Beiwort der Demeter; ἔφορος τοῦ ϑέρους, dem Pflügen od. Mähen vorstehend
См. также в других словарях:
Ἔφορος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφορος — overseer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφορος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος (Κύμη Αιολίδας 405 – 330 π.Χ.). Γιος του Δημόφιλου και μαθητής του Ισοκράτη. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και είχε πρώτος την ιδέα να συγγράψει παγκόσμια ιστορία. Το έργο του, με τον τίτλο Ιστορίαι, σε 30… … Dictionary of Greek
έφορος — ο 1. ο καθένας από τους πέντε ανώτατους άρχοντες της αρχαίας Σπάρτης. 2. δημόσιος υπάλληλος, προϊστάμενος της εφορίας: Οικονομικός έφορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ефор — (Έφορος) θзвестный греческий историк; родом из Эолийской Кумы. Жил приблизительно в 405 330 гг. до Р. Х. и был учеником Исократа, который направил Е. на исторические исследования. Его исторический труд в 30 кн. был первой попыткой всеобщей… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ефор — (Έφορος) θзвестный греческий историк; родом из Эолийской Кумы. Жил приблизительно в 405 330 гг. до Р. Х. и был учеником Исократа, который направил Е. на исторические исследования. Его исторический труд в 30 кн. был первой попыткой всеобщей… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ἐφόροις — Ἔφορος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφόροις — ἔφορος overseer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐφόρου — Ἔφορος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφόρου — ἔφορος overseer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐφόρους — Ἔφορος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)