-
1 ἔφερεν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔφερεν
См. также в других словарях:
ἔφερεν — φέρω fero imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'φερεν — ἔφερεν , φέρω fero imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'φέρεν — ἔφερεν , φέρω fero imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen … Hofmann J. Lexicon universale
επικόλπιος — ἐπικόλπιος, ον (AM) αυτός που βρίσκεται στον κόρφο, στο στήθος («ἂν δὲ χρυσοῡ τις ἔφερεν ὁλκὴν ἐπικολπίαν», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλπος + ιος] … Dictionary of Greek
κείτομαι — και κοίτομαι (Μ κείτομαι και κείτουμαι και κείθομαι και κοίτομαι) 1. βρίσκομαι κάπου πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, κείμαι 2. είμαι νεκρός, είμαι θαμμένος νεοελλ. είμαι άρρωστος, είμαι παράλυτος («κείτεται από 30 χρονών») μσν. 1. κοιμάμαι («τὰ… … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek