-
1 περι-βάλλω
περι-βάλλω (s. βάλλω), 1) umwerfen, umlegen; bei Hom. in tmesi, v. l. Od. 9, 185; περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν, Il. 18, 479; φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε, umschlingen, Od. 11, 211; vgl. Ar. περίβαλλε δὲ χέρας, Thesm. 914; u. in Prosa, Plat. Conv. 191 a 219 b u. A., wofür Eur. sagt πρὸς στέρνα πατρὸς στέρνα τἀμὰ περιβαλῶ, I. A. 632; vgl. περιβαλὼν πλευροῖς ἐμοῖσι πλευρά, Or. 798; περιβεβληκότες ἀλλήλους, einander umarmt haltend, Xen. Conv. 9, 7; c. gen., περίβαλλε ϑόλοιο, Od. 22, 468; bes. von Kleidungsstücken und Waffen; gew. τινί τι, τοιόνδε Τροίᾳ περιβαλὼν ζευκτήριον, Aesch. Ag. 515; aber auch τινά τινι, νεκρὸν ϑήσω ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι, Ch. 569, wie πόσιν ἀπείρῳ περιβαλοῠσ' ὑφάσματι, Eur. Or. 25; auch ἤδη με περιβάλλει σκότος, mich umgiebt, umfängt Dunkel, Soph. Phil. 1462; vgl. στεναγμῶν με περιβάλλει νέφος, Eur. Herc. Fur. 1140; uneigentl., πέπλοισι κρατὶ περιβάλω σκότος, 1159; auch τινὰ κακῷ, Or. 904, Einen mit Unglück umgeben, in Unglück verstricken, wie συμφοραῖς, Antiph. 3 β 12; Isocr. 4, 127; Σικελίαν πένϑει, Plat. Ep. VII, 351 e; u. mit der andern Struktur, οἶκτον περιβαλών, Eur. I. A. 934; φόβος εἰς τὸ δεῖμα περιβαλών μ' ἄγει, Hel. 319; βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα, Her. 4, 60; u. übh. Einem Etwas beilegen, z. B. eine Eigenschaft, Würde, 1, 129, τινί τι; auch ἀνανδρίαν τινί beilegen, Eur. Or. 1031; Pol. vrbdt τῷ λιμένι τεῖχος περιβαλών, 4, 65. 11; übertr., οὐ μικροῖς ἐλαττώμασι περιβεβληκὼς τὴν Ῥώμ ην, 1, 52, 2; ähnlich φυγῇ περιέβαλον τὸν ἄνδρα, sie belegten im mit der Verbannung, Plut. amat. narr. 5. – Häufiger im med., sichumwerfen, umthun, bes. sich Waffen und Kleider anlegen, περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα, Od. 22, 148, wohin man auch als Tmesis zu rechnen pflegt περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ, 5, 231 u. öfter; ὁπόσαι στρόφον ἐσϑῆσιν περιβάλλονται, Aesch. Suppl. 853; auch περιβάλλοντό οἱ πτεροφόρον δέμας ϑεοί, Ag. 1118; φάρεα καὶ πλοκάμους περιβαλλόμεναι, Eur. I. T. 1151; κόσμον σώμασιν, Herc. Fur. 334; χλανίδιον, φᾶρος περιβάλλεσϑαι u. dgl., Her. 1, 195. 3, 139. 9, 109; absolut, Matth. 6, 29, wie das act. S. Emp. adv. phys. 1, 90 braucht. So auch von Befestigungswerken, sich zum Schutze herum aufführen, bauen. τείχεα περιεβάλοντο, Her. 1, 141; ἕρκος ὑψηλόν, 7, 192. 9, 96; u. mit doppeltem accus., τεῖχος περιβαλέσϑαι τὴν πόλιν, 1, 163. 6, 46; so auch Thuc. καί τινες καὶ τεῖχος περιεβάλλοντο, 1, 8; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα, Xen. Mem. 2, 1, 14; u. mit anderer Struktur, τὴν νῆσον λιϑίνῳ περιεβάλλοντο τείχει, Plat. Critia. 116 a; und τοῠτο γὰρ οὗτος ἔξωϑεν περιβέβληται, Conv. 216 d; auch übertr., sich in einen Wortschwall hüllen, um seine Meinung zu verbergen, ibd. 222 c; viel Umstände machen, Phaed. 272 d. – 2) übertreffen, überlegen sein, ὅσσον ἐμοὶ ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι, an Tüchtigkeit, Il. 23, 276, wie ὁ γὰρ περιβάλλει ἅπαντας μνηστῆρας δώροισι, Od. 15, 17. – 3) umgeben, umschlingen, umfassen, λαβεῖν ἀμφίβληστρον καὶ περιβαλεῖν πλῆϑος πολλὸν τῶν ἰχϑύων, mit dem Netz eine große Menge Fische einschließen, fangen, Her. 1, 141; χωρία, τόπους, eine Gegend lieb daben, sie oft besuchen, Xen. Cyn. 5, 29; τὸ περιβεβλημένον, die Umgebung, Her. 2, 91. – 4; med. an sich bringen, sichaneignen, in seinen Besitz, seine Gewalt bringen, ἰδίῃ περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα, Her. 3, 71; πολλὰ ἔσωσε χρήματα τοῖσι Πέρσῃσι, πολλὰ δὲ καὶ αὐτὸς περιεβάλετο, 8, 8; ἀπονητὶ πόλιν περιεβεβλήατο, 6, 25; τόπον, Isocr. 4, 36; δυναστείαν περιβεβλημένοι, ib. 184; κέρδεα, χρήματα u. ä., Xen. Cyr. 1, 4, 17 An. 6, 1, 3 Hell. 4, 8, 17 u. öfter, u. Sp., Pol. πλῆϑος λείας, 1, 29, 7, öfter. – 5) umschiffen, umsegeln, τὸν Ἄϑων περιέβαλλον, Her. 6, 44; αἱ νῆες παραπλεύσασαι καὶ περιβαλοῠσαι Σούνιον, Thuc. 8, 95, vgl. 7, 25.
См. также в других словарях:
ἔσωσε — εἰσωθέω thrust into aor ind act 3rd sg (epic ionic) σώζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔσῳσε — σώζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
εύδωρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ερμή και της Πολυμήλης. Ήταν ένας από τους πέντε αρχηγούς των Μυρμιδόνων στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Πύραιχμο. II (1ος αι. π.Χ.). Αλεξανδρινός φιλόσοφος. Προσπάθησε να καταρτίσει ενιαίο φιλοσοφικό σύστημα… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Θεοδωράκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Πλοιοκτήτης, από την Ύδρα. Διέθεσε για τον Αγώνα τα δύο του πλοία καθώς και μεγάλα χρηματικά ποσά. 2. Δημήτριος. Πλοίαρχος, γιος του προηγούμενου. Πήρε μέρος σε πέντε μεγάλες ναυμαχίες και σε διάφορες… … Dictionary of Greek
Ιωάννου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αδαμάντιος. Φιλικός, από τις Κυδωνίες. Ήταν δάσκαλος και μύησε πολλούς συμπατριώτες του στην ιδέα του Αγώνα. Πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, στη στεριά και στη θάλασσα. 2. Αλέξανδρος. Καταγόταν από… … Dictionary of Greek
Οικονόμου, Μάνθος — (1754 – 1820). Λόγιος και Φιλικός. Ήταν γραμματέας του Αλή πασά και άνθρωπος της εμπιστοσύνης του. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στο Κουκούλι και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα όπου φοίτησε στη σχολή που υπήρχε τότε εκεί. Έμαθε τη γαλλική… … Dictionary of Greek
ἔσωσ' — ἔσωσαι , εἰσωθέω thrust into aor imperat mid 2nd sg (epic ionic) ἔσωσα , εἰσωθέω thrust into aor ind act 1st sg (epic ionic) ἔσωσε , εἰσωθέω thrust into aor ind act 3rd sg (epic ionic) ἔσωσα , σώζω aor ind act 1st sg ἔσωσε , σώζω aor ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Логофет, Ликург — Ликург Логофет художник Тсокос, Дионисиос Национальный исторический музей, Афины Ликург Логофет (греч … Википедия
Ιδαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρητα, ιερέα του Ηφαίστου, ένας από τους επιφανείς Τρώες. Μαζί με τον αδελφό του, Φαληρέα, επιτέθηκε εναντίον του Διομήδη, ο οποίος όμως σκότωσε τον Φαληρέα. Ο Ήφαιστος έσωσε τον Ι., για να μην μείνει… … Dictionary of Greek