Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἔσχᾰτα

См. также в других словарях:

  • ἔσχατα — ἔσχατος farthest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάτας — ἐσχάτᾱς , ἔσχατος farthest fem acc pl ἐσχάτᾱς , ἔσχατος farthest fem gen sg (doric aeolic) ἐσχάτᾱς , ἐσχατάω to be at the edge imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάται — ἐσχάτᾱͅ , ἔσχατος farthest fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔσχατ' — ἔσχατα , ἔσχατος farthest neut nom/voc/acc pl ἔσχατε , ἔσχατος farthest masc voc sg ἔσχαται , ἔσχατος farthest fem nom/voc pl ἔσχᾱτο , σχάω slit open so as to let something escape plup ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἔσχᾱται , σχάω slit open so as …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • гнездо — укр. гнiздо, ст. слав. гнѣздо, болг. гнездо, сербохорв. гниjѐздо, словен. gnėzdo, чеш. hnizdo, слвц. hniezdo, польск. gniazdo, в. луж. hnězdo, н. луж. gnězdo. Родство с синонимичными др. инд. nīḍas, nīḍam место отдыха, стоянка, сеть , арм.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Eschatologie — ([ɛsça ], griechisch εσχατολογία, von altgriech. τὰ ἔσχατα ta és chata, „die äußersten/letzten Dinge“ und logie) ist ein theologischer Begriff, der die prophetische Lehre von den Hoffnungen auf Vollendung des Einzelnen (individuelle Eschatologie) …   Deutsch Wikipedia

  • Eschatologisch — Eschatologie ([ɛsça ], griechisch εσχατολογία, von altgriech. τὰ ἔσχατα ta és chata, „die äußersten/letzten Dinge“ und logie) ist ein theologischer Begriff, der die Lehre von den Hoffnungen auf Vollendung des Einzelnen (individuelle Eschatologie) …   Deutsch Wikipedia

  • Eschaton — Eschatologie ([ɛsça ], griechisch εσχατολογία, von altgriech. τὰ ἔσχατα ta és chata, „die äußersten/letzten Dinge“ und logie) ist ein theologischer Begriff, der die Lehre von den Hoffnungen auf Vollendung des Einzelnen (individuelle Eschatologie) …   Deutsch Wikipedia

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»