Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔσχον+οἴκημα+ποταμοῦ

См. также в других словарях:

  • οίκημα — το (ΑΜ οἴκημα) [οικώ] χώρος στεγασμένος ο οποίος χρησιμεύει ως τόπος διαμονής, σπίτι, κατοικία («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῑς οἰκήμασι ναίουσιν», Αισχύλ.) αρχ. 1. κατοικημένος τόπος («ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῡ», Πίνδ.) 2. δωμάτιο, θάλαμος 3. δωμάτιο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»