-
141 ὀφείλω
ὀφείλ-ω, [tense] impf. ὤφειλον; [dialect] Ep. [full] ὀφέλλω (also [dialect] Aeol., IG12(2).67.7 (Mytil.), and Arc., ib.5(2).343.27 (Orchom. Arc., iv B. C.)), [tense] impf. ὤφελλον or ὄφελλον, v. infr. II. 2, 3 (the [dialect] Att. or [dialect] Ion. ὀφείλετ', ὄφειλον in Il.11.686, 688, 698, Hes.Op. 174 is prob. due to the Copyists): [tense] fut.Aὀφειλήσω X.Cyr.7.2.28
, D.30.7, also , al.: [tense] aor. 1 , Th.8.5 ([etym.] ἐπ-): [tense] pf. ὠφείληκα: [tense] plpf.- ήκειν D.45
. 33: [tense] aor. 2 ὤφελον (v. infr. 11.2, 3):—[voice] Pass., [tense] aor. part.ὀφειληθείς Th. 3.63
. (Cret. [full] ὀφήλω GDI5015.21, written [full] ὀπέλο Leg.Gort.10.20, al., Arc. [full] ὀφέλλω (v. supr.) and [full] ὀφήλω SIG306.40 (Tegea, iv B. C.): in early [dialect] Att. Inscrr. written both -IG12.91.8
, al., and ὀφειλ- ib.109.9, al.):—owe, have to pay or account for,τὸ καὶ μοιχάγρι' ὀφέλλει Od.8.332
; ὅτι μοι.. ζωάγρι' ὀφέλλεις ib. 462;χρεῖος, τό ῥά οἱ πᾶς δῆμος ὄφελλεν 21.17
;πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφειλον Il.11.688
;ζημίην ὀ. τῷ θεῷ Hdt.3.52
, etc.: metaph.,μητέρα μοι ζώουσαν ὀφέλλετε Call.Fr. 126
; τί ὀφείλω; what do I owe? Ar.Nu.21; ὀ. ἀργύριον, χρέα, Id.Av. 115, Nu. 117;ὀ. ἢ θεῷ θυσίας ἢ ἀνθρώπῳ χρήματα Pl.R. 331b
; ὀ. τινὶ δρᾶν τι ib. 332a: c. dat. only, ὀ. τινί to be debtor to another, Ar.Nu. 1135, Lys. 581, etc.;τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀ. μηδενί Philem.163
: abs., to be in debt, Ar.Nu. 485, etc.; οἱ ὀφείλοντες debtors, Arist.EN 1167b21, Plu.2.832a:—[voice] Pass., to be due, ἔνθα χρεῖός μοι ὀφέλλεται (v.l. ὀφείλεται) Od.3.367;χρεῖος ὀφείλετο Il.11.686
, 698;ἢν.. ὀφείληταί τί μοι Ar.Nu. 484
;μισθὸς τοῖς στρατιώταις ὠφείλετο X.An.1.2.11
, etc.; τὸ ὀφειλόμενον a debt, ib.7.7.34;- όμενα ἀποδιδόντες Hdt.5.99
, cf. Simon. ap. Pl.R. 331e.2 metaph.,ὀ. μέλος τινί Pi.O.10(11).3
;πολλὰ δώμασιν καλά E.HF 287
; ὀ. χάριν, v. χάρις 1.2;Ἀπόλλωνι χαριστήρια X.Cyr.7.2.28
;τὴν ψυχὴν πᾶσιν Ael.VH10.5
:—[voice] Pass., ;ὀ. τινὶ εὐεργεσία Th.1.137
;ἀντὶ χαρίτων ἔχθραι ὀ. X.Cyr.4.5.32
;τοῖς μὲν ἐχθροῖς βλάβην ὀ., τοῖς δὲ φίλοις ὠφελίαν Pl. R. 335e
, cf. 332b; τοὐφειλόμενον πράσσουσα Δίκη what is due, A.Ch. 310.3 as a legal term, to be bound to render,εὐθύνας ὤφειλον And. 1.73
codd. (f.l. for ὦφλον): hence, like ὀφλισκάνω, incur a penalty,ζημίαν Lys.9.10
;διπλῆν τὴν βλάβην Id.1.32
, cf. E.Andr. 360;τὴν τοιαύτην δίκην Pl.Lg. 909a
, cf. 774b, 774d, 844e, D.21.77;ἁμαρτίαν ὀ. Μηνὶ Τυράννῳ IG3.74.15
(ii/iii A. D.).4 in [voice] Pass., of persons, to be due or liable to,θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα Simon.122
, cf. LXX Wi.12.20, IG3.1381; but our help is due,AP
9.283 (Crin.).II c. inf., to be bound, to be obliged to do, ὀφέλλετε ταῦτα πένεσθαι ye are bound, ye ought to.., Il.19.200, cf. Hdt.1.41,42, al., E.Alc. 682, 712, etc.; and of things, ought to be,ὁ λόγος οὐκ ἀκριβῶς ὀ. λέγεσθαι Arist.EN 1104a2
:—[voice] Pass., ; σοὶ τοῦτ' ὀφείλεται παθεῖν it is thy destiny to.., S.Ph. 1421, cf. El. 1173; , cf. 782, Or. 1245, Lys.25.11; v. supr.1.4.2 in this signf. [dialect] Ep. [tense] impf. ὤφελλον or ὄφελλον and [tense] aor. ὤφελον or ὄφελον are used of that which one has not, but ought to have, done ( ought being the pret. of owe),ὤφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι Il.23.546
; , cf. Od.4.472.3 these tenses are also used, folld. by [tense] pres. or [tense] aor. inf., in wishes that something were or had been in present or past, ἀνδρὸς.. ὤφελλον ἀμείνονος εἶναι ἄκοιτις I ought to be.., would that I were.. ! Il.6.350; τὴν ὄφελ' ἐν νήεσσι κατακτάμεν Ἄρτεμις would that Artemis had slain her !, Il.19.59, cf. Od.4.97; : freq. preceded by εἴθε ([dialect] Ep. αἴθε) , ὡς, ὡς δή, which express the wish still more strongly, αἴθ' ὄφελες ἄγονός τ' ἔμεναι ἄγαμός τ' ἀπολέσθαι O that thou hadst!, Il.3.40, cf. 1.415, etc.;αἴθ' ὤφελλες.. σημαίνειν 14.84
;αἴθ' ὤφελλ' ὁ ξεῖνος.. ὀλέσθαι Od.18.401
;αἴθ' ἅμα πάντες.. ὠφέλετε.. ἐπὶ νηυσὶ πεφάσθαι Il.24.254
: with ὡς, ὡς ὄφελον.. ἑλέσθαι O that I had.. !, 11.380;θανέειν Od.14.274
;ὡς πρὶν ὤφελλον ὀλέσθαι Il.24.764
, cf. Od.14.68;ὡς ὤφελες αὐτόθ' ὀλέσθαι Il.3.428
;ὡς.. ὤφελες Od. 2.184
; ὡς ὄφελεν .. Il.3.173, etc.: strengthd., ὡς δὴ ἔγωγ' ὄφελον .. Od.1.217: also with neg., μὴ ὄφελες λίσσεσθαι .. would thou hadst never.. !, Il.9.698;ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι 17.686
;τὼ μὴ γείνασθαι ὄφελλον Od.8.312
;ὡς μὴ ὤφελλε τεκέσθαι Il.22.481
;ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν Od.11.548
.—So in Trag. and [dialect] Att., ὤφελον .. S.OT 1157; ὤφελες .. Ar.Th. 865; ὤφελε .. A.Pr.48, X.An.2.1.4, etc.: also, as in [dialect] Ep., εἴθ' ὤφελες .. S.El. 1021; εἴθ' ὤφελ' .. Ar.Nu.41, etc.; εἰ γὰρ ὤφελον .. Id.Ec. 380, Pl.R. 432c, Cri. 44d; ὡς ὤφελες .. Ar.Ra. 955: with neg.,μήποτ' ὤφελον S.Ph. 969
, E.Alc. 880 (anap.), D.18.288; ὡς μήποτ' ὤφελον .. E. Ion 286;ὡς μηδὲ νῦν ὤφελον D.21.78
: without augm. in Hdt., εἶδον.. τὸ μὴ ἰδεῖν ὄφελον (v.l. ὤ-) 1.111, cf. 3.65: sts. in Trag. (lyr. and anap.), εἴθ' ὄφελε .. A.Pers. 915; ὄφελε .. S.Aj. 1192; μήποτ' ὄφελον .. E.Med. 1413. (In this signf. ὤφειλον is used in late [dialect] Ep.,ὡς μὴ ὤφειλες ἱκέσθαι Q.S.5.194
, but ὤφελλον shd. be read in Hes.Op. 174 and ὤφελε in E.IA 1291.)b with ind.,ὤφελε μηδ' ἐγένοντο θοαὶ νέες Call.Epigr.19.1
, cf. Q.S.10.378, etc.c ὄφελον (Adv. acc. to A.D.Adv.142.9, EM643.48) in this signf.: c. acc. et inf.,ὤμοι ἐγών, ὄφελόν με.. ὀλέσθαι Orph.A. 1159
: even with 2 pers. of Verb,ὄφελον ἐβασιλεύσατε 1 Ep.Cor.4.8
, cf. 2 Ep.Cor.11.1, Ep.Gal.5.12, Apoc.3.15, LXX Jb.14.13, Ath.4.156a;ὄφελον δυνήσῃ Luc.Sol.1
(as a solecism): with 3 pers., Arr.Epict.2.18.15, D.Chr.38.47: with 1 pers. pl.,ὄφελον ἀπεθάνομεν LXX Ex.16.3
; ὤφελον (sic)εἰ ἐδυνάμεθα πέτασθαι PGiss.17.10
(ii A. D.): c. inf., ὄφελομ μὲν ἡ θεὸς.. στερῆσαι .. OGI315.16 (Pessinus, ii B. C.).III impers. ὀφείλει, it behoves, c. acc. et inf., Pi.N.2.6; ὄφελλέ με μήτε.. εἰσοράαν κτλ. A.R.3.678: so pers. in part., abs., αἱ ὀφείλουσαι ἱερουργίαι τῶν θεῶν the due services of the gods, PTeb.294.24 (ii A. D.);κατὰ τὸν ὀφείλοντα καιρόν Sor.1.79
. (ὦφλον, ὤφληκα, [tense] aor. and [tense] pf. of ὀφλισκάνω, were prob. orig. [tense] aor. and [tense] pf. of ὀφείλω: ὄφελον in signf. II. 3c may be orig. neut. part. of ὤφελε (signf. 111 ) with omission of ἐστί.)
См. также в других словарях:
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
αμελής — (I) ές (Α ἀμελής) αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, αδιάφορος, αμέριμνος, ανέμελος, ράθυμος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, ο παραμελημένος 2. φρ. «ἀμελῶς ἔχω πρός τι»,… … Dictionary of Greek
εκούσιος — α, ο (AM ἑκούσιος, α, ον και ἐκούσιος, ον) αυτός που γίνεται με τη θέλησή του, ο ηθελημένος αρχ. 1. αυτός που ενεργεί με ελεύθερη βούληση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκούσια πράξεις εθελοντικές 3. (απρσ.) «ἑκούσιόν ἐστί μοι» είμαι πρόθυμος για… … Dictionary of Greek
θέλημα — το (AM θέλημα, Μ και θέλημαν) [θέλω] θέληση, επιθυμία («γενηθήτω το θέλημά σου») νεοελλ. 1. μικρή εκδούλευση, εκτέλεση παραγγελίας ή μεταφοράς φορητού πράγματος, μικρή εξυπηρέτηση («κάνε μου ένα θέλημα») 2. παροιμ. «πηγαίνει νιος στο θέλημα κι… … Dictionary of Greek
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς … Dictionary of Greek
τέρψη — η / τέρψις, εως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος Α [τέρπω] 1. ευχαρίστηση, ηδονή 2. χαρά, ευφροσύνη νεοελλ. διασκέδαση, ψυχαγωγία αρχ. φρ. «τέρψις ἔστι μοι» (με απαρμφ.) είναι τέρψη μου, αισθάνομαι χαρά που... (Σοφ.) … Dictionary of Greek