-
1 κουρίξ
κουρίξ, bei der Schur, bei den Haaren; ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κουρίξ Od. 22, 108, wie Ap. Rh. 4, 18, wo der Schol. κατὰ κόῤῥης, κατὰ κεφαλῆς erkl. Eine andere Erkl. der Alten s. unter κουρικός.
См. также в других словарях:
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
κουρίξ — (Α) επίρρ. 1. από την κόμη, από τα μαλλιά («ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κουρίξ», Ομ. Οδ.) 2. νεανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επιρρμ. κατάλ. ίξ (πρβλ. επιμ ίξ)] … Dictionary of Greek