Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἔργα

  • 41 избранный

    επ. από μτχ.
    1. εκλεκτός, διαλετός•

    -ые сочинения чехова εκλεκτά έργα του Τοέχοφ•

    -ое общество εκλεκτή κοινωνία.

    2. με σημ. ουσ., πλθ. -ые οι εκλεκτοί οι διακεκριμένοι.

    Большой русско-греческий словарь > избранный

  • 42 карать

    ρ.δ. μ. τιμωρώ, κολάζω, εκδικούμαι σκληρά•

    закон -ет взяточничество ο νόμος τιμωρεί τη δωροδοκία•

    карать принудительными, работами τιμωρώ με καταναγκαστικά έργα.

    || παλ. καταδικάζω, κατακρίνω, κατηγορώ.
    τιμωρούμαι σκληρά κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > карать

  • 43 каторга

    θ.
    κάτεργο (μεσαιωνικό σκάφος). || εξαντλητική δουλειά• ανυπόφορη ζωή. || καταναγκαστικά έργα (πονή).

    Большой русско-греческий словарь > каторга

  • 44 каторжный

    επ.
    1. καταναγκαστικός, των κατ έργων•

    -ые работы καταναγκαστικά έργα.

    2. μτφ. βαρύς, αβάσταχτος, ανυπόφορος, τυραννικός•

    каторжный труд βάναυση δουλειά.

    3. ως ουσ. α. к.е.-ая παλ. βλ. каторжанин
    -ка.

    Большой русско-греческий словарь > каторжный

  • 45 классика

    θ. αθρσ. κλασσικά, υποδειγματικά έργα λογοτεχνίας και τέχνης.

    Большой русско-греческий словарь > классика

  • 46 коммунальный

    επ.
    της κομμούνας (διοικητικής υποδιαίρεσης)•

    -ые выборы εκλογές στις κομμούνες.

    || δημοτικός, του δήμου•

    -ые услуги ευκολίες που προσφέρει ο δήμος•

    -ое хозяйство δημοτική οικονομία•

    -ое строительство τα οικοδομικά έργα του δήμου.

    Большой русско-греческий словарь > коммунальный

  • 47 легко

    1. επίρ. ελαφρά, εύκολα κλπ. επ.
    2. ως κατηγ. είναι ελαφρό, εύκολο• ξαλαφρώνω•

    это не так легко αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο•

    мне стало так легко ξαλάφρωσα πολύ, ησύχασα.

    || εύθυμα, χαρούμενα, καλά.
    εκφρ.
    сказать – με τα λόγια είναι εύκολο (εννοείται ότι στην πράξη είναι δύσκολο)•
    легче на поворотах! – (απλ.) πρόσεχε καλά στα λόγια σου ή τα έργα σου!•
    час от часу не легче – όλο και χειρότερα ή πιο δύσκολα.

    Большой русско-греческий словарь > легко

  • 48 литература

    θ.
    φιλολογία, λογοτεχνία. || το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής•

    западноевропейская литература η δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία•

    советская литература σοβιετική λογοτεχνία.

    || έργο•

    указать -у предмета συνιστώ τα έργα επι του θέματος.

    || έντυπο υλικό.
    εκφρ.
    художественная литература – φιλολογία, λογοτεχνία.

    Большой русско-греческий словарь > литература

  • 49 мало

    επίρ.
    1. λίγο•

    он мало ест αυτός λίγο τρώγει•

    мало говорит да много делает λίγο μιλά και πολλά κάνει.

    || λιγοστά, λιγούτσικα.
    2. σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα ή μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. мало кто знает об этом λίγοι ξέρουν γι αυτό•

    я мало где бывал εγώ λίγα μέρη είδα (επισκέφτηκα).

    εκφρ.
    мало ли – άραγε λίγο;•
    мало ли – (με επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει; διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη•
    мало ли что – τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι..., μου εί αδιάφορο τι... мало ли что ты говоришь,а дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέλω έργα
    α) λίγο, παρά λίγο
    он не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λιγότερο, όχι λιγότερο απο•
    мало по -у – βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο•
    мало того – εκτός απ αυτό•
    ни мало не – ούτε το ελάχιστο, καθόλου•
    того, что... – δε φτάνει που...

    Большой русско-греческий словарь > мало

  • 50 мелиоратор

    α.
    ειδικός σε εγγειοβελτιωτικά έργα.

    Большой русско-греческий словарь > мелиоратор

  • 51 мелиорация

    θ.
    βελτίωση• εγγειοβελτιωτικά έργα.

    Большой русско-греческий словарь > мелиорация

  • 52 мощность

    θ.
    1. δύναμη•

    мощность голоса δύναμη της φωνής.

    2. πάχος, χόντρος.
    3. (τεχ.) ισχύς•

    мощность двигателя η ισχύς του! κινητήρα•

    работать на полную мощность δουλεύω με πλήρη απόδοση•

    мощность электрического тока ισχύς ηλεκτρικού ρεύματος.

    4. πλθ. -и παραγωγικά έργα (εργοστάσια, μηχανές κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > мощность

  • 53 насытить

    -ыщу, -ытишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насыщенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χορταίνω•

    насытить голодного χορταίνω τον πεινασμένο•

    насытить землю водой χορταίνω τη γη με νερό.

    2. εφοδιάζω πλήρως•

    насытить библиотеку произведениями классиков εφοδιάζω τη βιβλιοθήκη με έργα κλ,ασσικά (κλασσικών συγγραφέων).

    || μτφ. ικανοποιώ πλήρως.
    3. υπερπληρώ, πληρώ κατά κόρο.
    1. χορταίνω, τρώγω κατά κόρο. || μτφ. ικανοποιούμαι πλήρως.
    2. μτφ. πληρούμαι•

    земля -лэсь водой η γη χόρτασε νερό•

    воздух постепенно -лся вредными испарениями ο αέρας βαθμιαία γέμισε από βλαβερές αναθυμιάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > насытить

  • 54 научный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    επιστημονικός, της επιστήμης•

    -ое открытие επιστημονική ανακάλυψη•

    -ая деятельность επιστημονική δραστηριότητα ή δράση•

    -ые про-изведния επιστημονικά έργα•

    -ое обоснование επιστημονική στήριξη.

    Большой русско-греческий словарь > научный

  • 55 переводный

    κ. переводной
    επ.
    1. για αποστολή χρημάτων•

    переводный почтовый бланк έντυπο ταχυδρομικής επιταγής•

    переводный вексель η συναλλαγματική.

    2. μεταφρασμένος•

    переводный роман μεταφρασμένο μυθιστόρημα•

    -ая литература μετεφρα-σμένα φιλολογικά έργα.

    3. αποτυπικός, της αποτύπωσης•

    -ая бумага το καρμπόν•

    -ая картина η χαλκομανία.

    4. της αποστολής, της εκπομπής•

    переводный клапан βαλβίδα αποστολής ή εκπομπής.

    Большой русско-греческий словарь > переводный

  • 56 принудительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -но
    αναγκαστικός, καταναγκαστικός, εξαναγκαστικός, στανικός, με το στανιό•

    принудительный труд αναγκαστική δουλειά.• -ое лечение αναγκαστική θεραπεία•

    в -ом порядке αναγκαστικά, υποχρεωτικά, με το στανιό.

    εκφρ.
    - ые работы – καταναγκαστικά έργα.

    Большой русско-греческий словарь > принудительный

  • 57 произведение

    ουδ.
    1. φτιάξιμο, εκτέλεση, εκπλήρωση• διεξαγωγή, δημιουργία.
    2. έργο•δημιούργημα•

    произведение искусства έργο τέχνης•

    литературное произведение λογοτεχνικό έργο•

    образцовое произведение αριστούργημα•

    избранные -я εκλεκτά έργα.

    3. (μαθ.) το γινόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > произведение

  • 58 ранний

    -яя, -ее, επ.
    1. πρώιμος•

    -ял весна πρώιμη άνοιξη•

    ранний сев πρώιμη σπορά•

    ранний плод πρώιμος καρπός.

    || πρόωρος•

    -яя смерть πρόωρος θάνατος•

    -ее развитие ребнка πρόωρη ανάπτυξη του παιδιού.

    2. (σε συνδυασμό με ουσ. αποκτά επιρρηματική σημ.)• (ε)νωρις•

    я встал -им утром εγώ σηκώθηκα νωρίς το πρωί•

    в ранний час πολύ πρωί.

    || πρώτος, αρχικός•

    -ие произведения писателя τα πρώτα έργα του συγγραφέα (πρωτόλεια)•

    с -его детства από πολύ μικρή ηλικία, από τα μικράτα• εξ απαλών ονύχων.

    || μτφ. νηπιακός, νηπιώδης•

    -ее средневековье ο νηπιώδης μεσαίωνας.

    Большой русско-греческий словарь > ранний

  • 59 сатирический

    επ.
    σατιρικός•

    -ие произве-денин σατιρικά έργα•

    сатирический журнал σατιρικό περιοδικό.

    || γελοίος•

    сатирический вид γελοία όψη.

    Большой русско-греческий словарь > сатирический

  • 60 сочинение

    ουδ.
    1. συγγραφή• φτιάξιμο• δημιουργία•

    сочинение стихов στιχουργία•

    сочинение планов φτιάξιμο (εκπόνιση) σχεδίων.

    || σύνθεση•

    песни σύνθεση τραγουδιού.

    2. έργο•

    литературное сочинение λογοτεχνικό έργο•

    избранные -я διαλεχτά έργα•

    собрание -ий συλλογή έργων•

    полное собрание -ий М. Горького τα άπαντα του Μ. Γκόρκι.

    || σύνθεση, έκθεση ιδεών. || (γραμμ.) παράταξη προτάσεων.

    Большой русско-греческий словарь > сочинение

См. также в других словарях:

  • ἐργᾷ — ἐργάζομαι work fut ind mp 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔργα — ἔργον weorc neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα. — (κοὐκ ἐκκλησίαι). См. Знай, баба, свое кривое веретено …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τοὖργα — ἔργα , ἔργον weorc neut nom/voc/acc pl ὄργᾱ , ὀργάω to be getting ready to bear pres imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαμένους — ἐργᾱμένους , ἐργάζομαι work fut part mp masc acc pl (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔργ' — ἔργα , ἔργον weorc neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»