-
1 ἀρχός
-
2 ἀρχός
-
3 πρώτ-αρχος
πρώτ-αρχος, zuerst anführend, anfangend, ἄτη, Aesch. Ag. 1165.
-
4 πτολί-αρχος
πτολί-αρχος, ep. statt πολίαρχος.
-
5 πόντ-αρχος
πόντ-αρχος, ὁ, Meerbeherrscher, Osann Syllog. inscr. p. 145.
-
6 περιπόλ-αρχος
περιπόλ-αρχος, ὁ, = Vorigem, Thuc. 8, 92.
-
7 περιστί-αρχος
περιστί-αρχος, der das Reinigungsopfer, περίστια, Verrichtende, Ar. Eccl. 128. S. περιεστ.
-
8 περι-εστί-αρχος
περι-εστί-αρχος, ὁ, Poll. 8, 104, Beamte, welche die Reinigungsopfer für die Volksversammlung besorgten.
-
9 πεμπάδ-αρχος
πεμπάδ-αρχος, ὁ, = Vorigem, Xen. Cyr. 2, 1, 22.
-
10 πεντακοσί-αρχος
πεντακοσί-αρχος, ὁ, = πεντακοσιάρχης, Plut. Alex. 76.
-
11 πεντηκόστ-αρχος
πεντηκόστ-αρχος, ὁ, derjenige, der an der Spitze der Gesellschaft stand, welche die Abgabe des Funfzigstels, πεντηκοστή, vom Staate gepachtet hatte, Generalpächter; B. A. 297 steht falsch πεντηκόνταρχος u. wird erkl. ὁ ἄρχων τῆς πεντηκοστῆς τοῠ τέλους καὶ τῶν πεντηκοστῶν, wofür richtig πεντηκοστωνῶν vermuthet wird; vgl. Böckh's Staatshaush. der Ath. I p. 339.
-
12 πεντηκόντ-αρχος
πεντηκόντ-αρχος, ὁ, der Anführer von funfzig Mann; auch der Befehlshaber eines πεντηκόντορος, Xen. Ath. 1, 2.
-
13 πεντάδ-αρχος
πεντάδ-αρχος, ὁ, = Vorigem, bei Xen. Cyr. v. l. für πεμπάδαρχος.
-
14 πείθ-αρχος
πείθ-αρχος, dem Vorgesetzten gehorchend, φρήν, Aesch. Pers. 206.
-
15 πλούτ-αρχος
πλούτ-αρχος, ὁ, Urheber des Reichthums, Philo.
-
16 πολύ-αρχος
πολύ-αρχος, vielherrschend, Sp.
-
17 πολέμ-αρχος
πολέμ-αρχος, ὁ, 1) der Anführer im Kriege, Feldherr; Ἀχαιῶν πολέμ. ἀνήρ, Aesch. Ch. 1068; Spt. 810. – In Sparta der Vorsteher, Anführer einer μό-ρα, Her. 7, 173; also = μοραγός, Thuc. 5, 66 Xen. Hell. 4, 4, 7. 5, 8. – 2) in Athen einer der 9 Archonten, der dritte, der ursprünglich im Kriege Oberfeldherr, im Frieden Kriegsminister war und über die Rechtshändel mit und zwischen den Fremden und μέτοικοι als Richter zu entscheiden hatte, Her. 6, 109 u. Folgde. – In ätolischen Städten eine Art Polizeibehörde, Pol. 4, 18, 2.
-
18 πολίτ-αρχος
πολίτ-αρχος, ὁ, = Vorigem, Aen. Tact.
-
19 πολί-αρχος
πολί-αρχος, ὁ, Beherrscher einer Stadt; Pind. N. 7, 85; Eur. Rhes. 381; bes. als Staatsamt, der oberste Befehlshaber in einer Stadt, praefectus urbi, Sp., wie D. C. 40, 46.
-
20 πάντ-αρχος
πάντ-αρχος, allherrschend, Zeus heißt π. ϑεῶν Soph. O. C. 1085.
См. также в других словарях:
ἀρχός — leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek
αρχός — ο ο (Α ἀρχός) το ορθό έντερον αρχ. ο αρχηγός, ο στρατηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. απαντά στον Όμηρο και στον Πίνδαρο για να χαρακτηρίσει «τον αρχηγό», ενώ ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης τον χρησιμοποιούν για να δηλώσουν «τον πρωκτό, τον… … Dictionary of Greek
άρχος — ο 1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός 2. ο άρχοντας, ο ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχων, με μεταπλασμό (πρβλ. γέρων > γέρος, δράκων > δράκος, Χάρων > Χάρος)] … Dictionary of Greek
ἀρχοί — ἀρχός leader masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοῦ — ἀρχός leader masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχούς — ἀρχός leader masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχῷ — ἀρχός leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχόν — ἀρχός leader masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
ίλαρχος — ο (Α ἴλαρχος) νεοελλ. ο λοχαγός τού ιππικού στον παλαιό στρατό 2. ο λοχαγός τεθωρακισμένων αρχ. ιλάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος, ταξί αρχος] … Dictionary of Greek