-
121 επικαμπυλος
-
122 επικηρυσσω
атт. ἐπικηρύττω (ῡ)1) объявлять через вестников, провозглашать через глашатаевτὸ λάφυρον ἐ. κατὰ τῶν Αἰτωλῶν Polyb. — объявить о предании Этолии разграблению;ἐ. ἀργύριον ἐπί τινι Her., χρήματά τινι Dem. или ἀργύριόν τινι Plut. — назначить (объявить) награду за чью-л. голову;ἐπικηρυχθεὴς χθονί Aesch. — провозгласив(ший) себя царем страны2) продавать с торгов -
123 επικλαζω
-
124 επικλινω
1) наклонять, прислонятьσανίδες ἐπικεκλιμέναι Hom. — сомкнутые створки (ворот), т.е. запертые ворота;
κεραῖαι ἐπικεκλιμέναι Thuc. — наклонные балки2) запирать(τέν θύραν Arph.)
3) склонятьἐ. τὰ ὦτα Xen. — насторожить уши
4) скашивать, перекашивать(τὸ στόμα Arst.)
5) склоняться, наклоняться(πρός τι Dem., Plut. и ἐπί τι Plut.)
6) опираться(τοῖν χεροῖν Plat.)
7) pass. лежать (у чего-л.), прилегать (к чему-л.), граничить (с чем-л.)8) pass. возлежать (за столом), покоиться(τύλῃ Anth.)
-
125 επικυπτω
1) наклоняться, нагибаться(μικρόν Arst.)
ἐ. ἐπί τι Xen. — нагибаться, чтобы поднять что-л.;ἐ. ἐς βιβλίον Luc. — склониться над книгой, т.е. целиком уйти в чтение2) опираться -
126 επικωμαζω
1) врываться шумной толпой, шумно вторгаться(ἐπί τινα Arph.; τινί Men.; εἰς τὰς ἂλλας πόλεις Plat.; ἐπὴ τέν οἰκίαν τινός Plut.)
2) pass. подвергаться оскорблениям(ἐ. καὴ παροινεῖσθαι Plut.)
-
127 επιπαν
тж. ἐπι πᾶν (тж. ὡς ἐ., τὸ ἐ. и ὡς τὸ ἐ.)1) вообще (говоря), в общем, обычно(πλεῖστον μὲν μεδίμνους ἐννέα, τὸ δ΄ ἐ. ἕξ Arst.)
ὡς ἐ. εἰπεῖν Arst. — вообще говоря2) в целом, всего, итого(τὸ ἐ. ὀγδώκοντα τάλαντα Her.)
-
128 επιπερκνος
См. также в других словарях:
ἐπί — being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση … Dictionary of Greek
Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… … Dictionary of Greek