Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔξ-οχος

См. также в других словарях:

  • οχός — ὀχός, ή, όν (Α) σταθερός, στέρεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ τού ἔχω (Ι). Ο τ. εμφανίζεται ευρύτατα στα σύνθ. σε οχος (πρβλ. δρύ οχος, ηνί οχος)] …   Dictionary of Greek

  • ὀχός — firm masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχος — carriage masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όχος — ο (Α ὄχος, ποιητ. και δωρ. τ. ὄκχος) δίτροχο μικρό όχημα χωρίς πλευρά για τη μεταφορά βαρέων αντικειμένων αρχ. 1. στον πληθ. οἱ ὄχοι τα νεύρα τής υστέρας 2. πιθ. οχετός 3. φρ. α) «ἅρματος ὄχος» όχημα β) «ὄχος ταχυήρης» πλοίο γ) «τροχαλοὶ ὄχοι» οι …   Dictionary of Greek

  • ὀχῶν — ὄχος carriage neut gen pl (attic epic doric) ὀχέω hold fast pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὀχή prop fem gen pl ὀχός firm masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχόν — ὀχός firm masc/fem acc sg ὀχός firm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχω — ὄχος carriage masc nom/voc/acc dual ὄχος carriage masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάνδοξ — οχος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν πανδοχ(ε)ίῳ οἰκῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < πανδόκος, κατά τα αθέματα ουσ.] …   Dictionary of Greek

  • ὀχοί — ὀχός firm masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχέεσσι — ὄχος carriage neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχέεσσιν — ὄχος carriage neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»