-
41 скидка
η έκπτωσ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скидка
-
42 спасение
1. (действие) η διάσωσ/η, το σώσιμοрасходы по - ю груза έξοδα/δαπάνες για - του φορτίου2. (о том, что спасает, избавляет от чего-л.) η σωτηρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спасение
-
43 трата
1. (расход) η δαπάνη, τα έξοδα 2. (действие) το ξόδεμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трата
-
44 хранение
η φύλαξ/η, η αποθήκευσηплата за - груза на ж.-д. станции сверх срока οι επισταλίες για - του φορτίου στον σιδηροδρομικό σταθμόсрок - я προθεσμία/διορία - ης- σε χύμαхолодильное - σε ψύξη/ψυγείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хранение
-
45 штивка
(укладка груза в трюме судна) η στοιβασί/α (φορτίου του πλοίου)цена ФОБ со - ой τιμή Ρ.Ο.Β.(που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο) με -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штивка
-
46 алименты
алиментымн. ἐξοδα διατροφής. -
47 возместить
возместитьсов, возмещать несов (что-л. кому-л.) ἀποζημιώνω, ἀντισταθμίζω, ἀναπληρώνω:\возместить расходы ἀποζημιώνω, πληρώνω τά ἔξοδα. -
48 выражаться
выража||ться1. (высказываться) ἐκφράζομαι, διατυπώνομαι:\выражатьсяться точно и кратко ἐκφράζομαι μέ ἀκρίβεια καί συντομία·2. (проявляться) παρουσιάζομαι, ἐκδηλώνομαι, φανερώνομαι·3. (находить свое выражение в цифрах, сумме и т. п.) ἀνέρχομαι, φτάνω:расходы \выражатьсяются в сумме... τά ἐξοδα φτάνουν (или ἀνέρχονται) σέ...· мягко выражаясь γιά νά μή πῶ τίποτε περισσότερο. -
49 добавочный
добавочн||ыйприл (έπι)πρόσθετος, συμπληρωματικός:\добавочныйые расходы τά ἐπιπρόσθετα (или τά συμπληρωματικά) ἐξοδα. -
50 дорожный
дорожн||ыйприл 1 (относящийся к дороге) ὁδικός:\дорожный столб τό χιλιόμετρο, ὁ χιλιομετροδείκτης· \дорожный указатель ὁ ὀδοδείκτης· \дорожныйое строительство ἡ ὁδοποιία·2. (необходимый для путешествия) ταξιδιωτικός, ὁδοιπορικός, τοῦ ταξιδιού:\дорожныйые вещи εἰδη ταξιδιού· \дорожный костюм τό ταξιδιωτικό κοστούμι· \дорожныйые расходы τά ὁδοιπορικά Εξοδα· \дорожныйая фляга τό παγούρι. -
51 мелкий
мелк||ийприл1. (некрупный) ψιλός, μικρός, λιανός:\мелкийие расходы τά μικρά Εξοδα· \мелкий дождь ἡ ψιλή βροχή, ἡ ψιχάλα· \мелкийая торговля τό μικρεμπόριο· \мелкий рогатый скот τά γιδοπρόβατα· \мелкий почерк τά ψιλά γράμματα· \мелкий собственник ὁ μικροϊδιοκτήτης· \мелкийая буржуазия ἡ μικροαστική τάξη, οἱ μικροαστοί· \мелкийая кража ἡ μικροκλοπή· \мелкийие деньги τά ψιλα (χρήματα)·2. (неглубокий) ρηχός, ἀβαθής:\мелкийая тарелка τό ρηχό πιἀτο·3. (незначительный, ничтожный) μικρός, μικρο· πρεπής, φτηνός:\мелкийие интересы τά στενά ἐνδιαφέροντα. -
52 неоправданный
неоправданныйприл ἀδικαιολόγητος, ἀβάσιμος:\неоправданныйые расходы ἀδικαιολόγητα ἔξοδα· \неоправданныйые подозрения ἡ ἀβάσιμες ὑποψίες. -
53 непредвиденный
непредви́денн||ыйприл ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, ἀπρόβλεπτος, ἀναπάντεχος:\непредвиденныйые расходы τά ἀπρόβλεπτα ἐξοδα. -
54 общий
общ||ийприл1. κοινός, γενικός:\общийее дело ἡ κοινή ὑπόθεση· \общийие интересы τά κοινά συμφέροντα· \общийее благо τό κοινό καλό, ἡ γενική εὐδαιμονία· \общий язык ἡ κοινή γλώσσα· \общийие расходы ἡ συνολική δαπάνη, τά κοινά ἔξοδα· \общийая черта τό κοινό χαρακτηριστικό· \общийее правило ὁ γενικός κανόνας· к \общийему удивлению προς γενικήν ἐκπληξιν, εἰς ἔκπληξιν ὅλων· с \общийего согласия μέ κοινή συγκατάθεση· \общийимн усилиями μέ κοινές προσπάθειες·2. (совокупный) ὁλικός, συνολικός:\общийая сумма τό ὁλικό (или τό συνολικό) ποσό· \общий итог τό σύνολο, τό γενικόν ἀθροισμα· ◊ \общийее впечатление ἡ γενική ἐντύπωση· \общийее место а) ὁ κοινός τόπος, б) ἡ κοινοτοπία (банальность)· \общийее образование ἡ γενική μόρφωση· \общийее собрание ἡ γενική συνέλευση· места́ \общийего пользования οἱ κοινοί χώροι, τά δημόσια μέρη· в \общийих чертах σέ γενικές γραμμές· в \общийем (в итоге) ἐν τέλει· в \общийем и целом γενικώς, γενικά, ἐν γένει· в \общийей сложности συνολικά, ἐν συνόλω· не иметь ничего́ \общийего δέν ἔχω τίποτε τό κοινό· \общий наибольший делитель мат ὁ μέγιστος κοινός διαιρέτης· \общийее наименьшее кратное мат τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
55 окупать
окупатьнесов, окупить сов ἀντισταθμίζω:\окупать расходы βγάζω τά ἐξοδα \окупатьси ἀντισταθμίζομαι / перен ἀποζημιώνομαι. -
56 оправдать
оправдатьсов, оправдывать несов1. δικαιολογώ, δικαιώνω / юр. ἀθωώνω, ἀθωῶ:\оправдать чей-л. поступок δικαιολογώ μιά πράξη·2. (ожидания и т. п.) δικαιώνω:\оправдать чье-л. доверие δικαιώνω τήν ἐμπιστοσύνη κάποιου·3. (возмещать, окупать) καλύπτω:\оправдать расходы καλύπτω (или βγάζω) τά ἔξοδά μου. -
57 падать
пада||тьнесов1. πέφτω, (κατα)πίπτω / καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι (о постройке):\падать на́взничь πέφτω ἀνάσκελα·2. перен πέφτω, 'στρέφομαι:ответственность \падатьет на тебя ἐσύ ἐχεις τήν εὐ-θύνη· подозрение \падатьет на него οἱ ὑπο ψίες στρέφονται σ'αύτόν3. (приходиться) πέφτω:все расходы \падатьют на меня ὀλα τά ἐξοδα πέφτουν σέ μένα· жребий \падатьет на него́ ὁ κλήρος πέφτει σ'αύτόν праздник \падатьет на пятницу ἡ γιορτή πέφτει Παρασκευή·4. (выпадать) πέφτω:волосы \падатьют πέφτουν τά μαλλιά·5. (понижаться) πέφτω:температура \падатьет ἡ θερμοκρασία πέφτει· цены \падатьют οἱ τιμές πέφτουν6. (о скоте) ψοφῶ· ◊\падатьду́хом χάνω τό ήθικό μου· \падать в обморок λιποθυμώ. -
58 подъемные
подъемн||ыесущ. мн. τά ὁδοιπορικά, τά ἐξοδα. -
59 покрывать
покрыватьнесов1. σκεπάζω, καλύπτω / κουκουλώνω (укутывать) / στεγάζω, σκεπάζω (крышей):\покрывать» голову σκεπάζω τό κεφάλι μου·2. (возмещать) καλύπτω:\покрывать расходы καλύπτω τά ἐξοδα·3. (красить) ἀλείβω, ἐπιχρίω:\покрывать лаком βερνι-κώνω· \покрывать краской μπογιατίζω, χρωματίζω· \покрывать золотом ἐπιχρυσώνω·4. (не выдавать) κρύβω, ἀποκρύπτω, συγκαλύπτω·5. (заглушать \покрывать о звуках) σκεπάζω, πνίγω·6. (расстояние) καλύπτω, διατρέχω (απόσταση)· ◊ \покрывать себя сла́вой περιβάλλομαι μέ δόξαν. -
60 путевой
путев||ойприл1. ταξιδιωτικός, ὁδοιπορικός, ὁδικός:\путевоййе впечатления ταξιδιωτικές ἐντυπώσεις· \путевойые расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· 2.:\путевой сторож ὁ φύλακας γραμμής σιδηροδρόμου, ὁ ἐπόπτης γραμμών.
См. также в других словарях:
ἔξοδα — ἔξοδος 2 promoting the passage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες … Dictionary of Greek
έξοδο — το (Μ ἔξοδον) [έξοδος] το χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη («έξοδα δίκης, διατροφής») νεοελλ. φρ. 1. «βάνω στα έξοδα» γίνομαι αιτία να ξοδέψει κάποιος χρήματα 2. «μπαίνω στα έξοδα» παρασύρομαι σε δαπάνες 3. «οδοιπορικά… … Dictionary of Greek
προϋπολογισμός κρατικός — Το έγγραφο που καθορίζει το ύψος των εσόδων και των εξόδων του κράτους μέσα σε μία οικονομική χρήση και εγκρίνεται κατά διάφορες διαδικασίες στην κάθε χώρα. Ενώ είναι σωστό να μιλάμε για προβλέψεις σχετικά με τα έσοδα –που είναι αντικείμενο ενός… … Dictionary of Greek
παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… … Dictionary of Greek
υπερέξοδο — το, Ν 1. υπέρμετρη δαπάνη 2. στον πληθ. τα υπερέξοδα τα έξοδα που υπερβαίνουν τα προϋπολογισθέντα ποσά και ιδίως τα κρατικά έξοδα που υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό έξοδα … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
έξοδο — το 1. χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη (συνήθ. στον πληθ., έξοδα). 2. φρ., «οδοιπορικά έξοδα», δαπάνη για υπηρεσιακά ταξίδια υπαλλήλων. 3. φρ., «δικαστικά έξοδα», δαπάνες που βαρύνουν τους διάδικους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek