-
1 ὕδρος
-
2 ὕδρος
-
3 πολύ-ϋδρος
πολύ-ϋδρος, wasserreich; τόποι Plat. Legg. VI, 761 b, u. Sp.
-
4 πάρ-υδρος
-
5 σπάν-υδρος
σπάν-υδρος, wasserarm, Diphil. Siphn. bei Ath. III, 80 c.
-
6 φεύγ-υδρος
φεύγ-υδρος, das Wasser fliehend, wasserscheu, Sp.
-
7 φίλ-υδρος
-
8 χέρσ-υδρος
χέρσ-υδρος, ὁ, eine auf dem festen Lande und im Wasser lebende Schlange, Nic. Th. 359, vgl. χέλυδρος.
-
9 χέλ-υδρος
χέλ-υδρος, ὁ, 1) die Wasserschildkröte, Schol. Lycophr. 340. – 2) eine Schlangenart, die sich auch im Wasser aufhält, Nic. Ther. 411.
-
10 κάθ-υδρος
κάθ-υδρος, wasserreich, bewässert; χωρίον Pol. 5, 24, 4; Soph. vrbdt O. C. 160 κάϑυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει, vom Wasser des Quells.
-
11 εὔ-υδρος
-
12 δύς-υδρος
-
13 μελάν-υδρος
μελάν-υδρος, mit schwarzem, dunklem Wasser, κρήνη, Il. 16, 116 Od. 20, 158.
-
14 βαθύ-υδρος
βαθύ-υδρος, mit tiefem Wasser, Schol. Il. 16, 3.
-
15 δί-υδρος
-
16 λείψ-υδρος
λείψ-υδρος, wasserlos?
-
17 ὀλιγό-ϋδρος
ὀλιγό-ϋδρος, mit wenigem Wasser, wasserarm, Theophr., im superl.
-
18 ἄφ-υδρος
-
19 ἄ-ϋδρος
ἄ-ϋδρος, = ἄνυδρος, s. Lob. ad Phryn. p. 729.
-
20 ἄν-υδρος
ἄν-υδρος ( ὕδωρ, vgl. ἄϋδρος), wasserlos, wasserarm, trocken, Her. öfter ἡ ἄνυδρος, die Wüste, 3, 4; σμύρνη Eur. Ion. 89. Von Todten, ἄϑαπτος, ἄνυδρος Eur. Troad. 1084, entweder ungewaschen oder besser ohne Libation, worauf sich Hesych. Gl. ἀνύδρονος, ἄταφος, οὐ λελουμένος, οὐδὲ τῶν νομιζομένων τυχών bezieht.
См. также в других словарях:
ὕδρος — water snake masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδρος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαίριου, που βρίσκεται μεταξύ των δύο Νεφών του Μαγγελάνου, ανάμεσα στους αστερισμούς του Ηριδανού, της Τουκάνας, του Οκτάντος, της Τραπέζης, της Δοράδος, του Δικτύου και του Ωρολογίου. Ο λαμπρότερος… … Dictionary of Greek
ὕδροι — ὕδρος water snake masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδροις — ὕδρος water snake masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδροισιν — ὕδρος water snake masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδρον — ὕδρος water snake masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδρου — ὕδρος water snake masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδρους — ὕδρος water snake masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδρων — ὕδρος water snake masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδρῳ — ὕδρος water snake masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek