Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἔν-ισχνος

  • 1 hubený

    ισχνός

    Česká-řecký slovník > hubený

  • 2 scraggy

    ισχνός

    English-Greek new dictionary > scraggy

  • 3 chudy

    ισχνός

    Słownik polsko-grecki > chudy

  • 4 худой

    худой αδύνατος, ισχνός
    * * *
    αδύνατος, ισχνός

    Русско-греческий словарь > худой

  • 5 тощий

    επ.
    1. ισχνός, λεπτός, αδύνατος, τσίρος• λιγνός•

    -ая шя λεπτός λαιμός•

    -ая кошка ισχνή γάτα•

    -ое лицо ισχνό πρόσωπο•

    тощий человек ισχνός άνθρωπος•

    очень тощий κάτισχνος.

    || μτφ. λεπτός• άδειος, κενός• πενιχρός•

    тощий карман άδεια τσέπη (χωρίς χρήματα), τσέπη πανί με πανί•

    тощий желудок άδειο στομάχι.

    2. μτφ. φτωχός, πενιχρός, γλίσχρος•

    -ая почва φτωχό (άγονο) έδαφος•

    -ая растительность πενιχρή βλάστηση.

    3. αδύνατος, ανεπαρκούς περιεχομένου•

    -ее молоко αδύνατο γάλα (αποβουτυρωμένο)•

    тощий уголь αδύνατο κάρβουνο (χαμηλής καυστικότητας)•

    -ая глина ο μη καθαρός πηλός (που πρεριέχει 20-50% άμμο).

    εκφρ.
    на тощий желудокβλ. натощак.

    Большой русско-греческий словарь > тощий

  • 6 испитой

    испитой
    прил ἐξαντλημένος, χλωμός, ἰσχνός, καχεκτικός.

    Русско-новогреческий словарь > испитой

  • 7 поджарый

    поджарый
    прил разг λιγνός, ἰσχνός, λιπόσαρκος / ξερακιανός (мускулистый):
    \поджарый конь ἰσχνό ἄλογο.

    Русско-новогреческий словарь > поджарый

  • 8 тонкий

    тонк||ий
    прил
    1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):
    \тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·
    2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:
    \тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·
    3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:
    \тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·
    4. (хитрый, ловкий) πονηρός:
    \тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης.

    Русско-новогреческий словарь > тонкий

  • 9 тощий

    тощ||ий
    прил
    1. (худой) ἰσχνός, λιπόσαρκος:
    \тощий человек ὁ ξερακιανός, ὁ κοκ-καλιάρης·
    2. (тонкий, пустой) ἀδειος, κενός:
    \тощий матра́с τό ξεφτισμένο στρώμα· \тощийая по́чва τό ἄγονο ἔδαφ'ος· ◊ на \тощий желу́док μ' ἄδειο στομάχι.

    Русско-новогреческий словарь > тощий

  • 10 тщедушный

    тщедушный
    прил ἀδύνατος, ἀσθενικός, καχεκτικός:
    \тщедушный человек ὁ ἰσχνός ἄνθρωπος· \тщедушный вид ἡ φιλάσθενη ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > тщедушный

  • 11 худой

    худой I
    прил (худощавый) ἀδύνατος, ἰσχνός.
    худ||ой II
    прил
    1. (плохой) κακός, ἄσχημος:
    \худойая слава κακή φήμη:
    \худой мир лучше доброй ссо́ры поел. ἡ κολοβή είρήνη εἶναι καλύτερη· ἀπό τόν ὠραΐο καυγᾶ·
    2. (дырявый) разг τρύπιος, τριμμένος, φαγωμένος:
    \худойые башмаки́ τά τρύπια παπούτσια· ◊ на \худой конец σέ ἐσχατη ἀνάγκη.

    Русско-новогреческий словарь > худой

  • 12 meagre

    ['mi:ɡə]
    (poor or not enough: meagre earnings.) ισχνός
    - meagreness

    English-Greek dictionary > meagre

  • 13 thin

    [Ɵin] 1. adjective
    1) (having a short distance between opposite sides: thin paper; The walls of these houses are too thin.) λεπτός, ψιλός
    2) ((of people or animals) not fat: She looks thin since her illness.) αδύνατος
    3) ((of liquids, mixtures etc) not containing any solid matter; rather lacking in taste; (tasting as if) containing a lot of water or too much water: thin soup.) αραιός
    4) (not set closely together; not dense or crowded: His hair is getting rather thin.) αραιός
    5) (not convincing or believable: a thin excuse.) ισχνός, διόλου πειστικός
    2. verb
    (to make or become thin or thinner: The crowd thinned after the parade was over.) αραιώνω
    - thinness
    - thin air
    - thin-skinned
    - thin out

    English-Greek dictionary > thin

  • 14 тощий

    [τόστσυϊ] εκ. ισχνός

    Русско-греческий новый словарь > тощий

  • 15 тощий

    [τόστσυϊ] επ ισχνός

    Русско-эллинский словарь > тощий

  • 16 доска

    -и, αιτ. доску, πλθ. доски, досок, доским θ.
    1. σανίδα•

    сосновая доска πεύκινη σανίδα•

    дубовая доска δρύινη σανίδα.

    2. πλάκα• πίνακας•

    медная доска χάλκινη πλάκα•

    мраморная μαρμάρινη πλάκα•

    грифельная ή аспидная доска το αβάκιο ή πλάκα του μαθητή•

    классная доска ή μόνο•

    доска ο (μαυρο)πίνακας•

    шахматная доска σκακιέρα, πεσσευτήριο•

    доска почта ή красная доска πίνακας τιμής•

    чрная доска μαύρος πίνακας (όπου γράφονται τα ονόματα των υστερούντων ή ενόχων κακής πράξης)•

    от -и до -и (για διάβασμα) από την αρχή ως το τέλος (παλιά τα βιβλία αντί χαρτόνι είχαν λεπτή σανίδα)•

    как доска αδύνατος, λεπτός, ισχνός, σαν τή βέργα•

    наборная доска η τυπογραφική πλάκα.

    Большой русско-греческий словарь > доска

  • 17 дохлый

    επ.
    1. ψόφιος.
    2. (απλ.) ισχνός, αδύνατος, ξερακιανός.

    Большой русско-греческий словарь > дохлый

  • 18 дохлятина

    θ. (απλ.)
    1. ψοφίμι. || κρέας από ψοφίμι.
    2. άνθρωπος ισχνός, κοκκαλιάρης, σκέλεθρο, τσίχλα.

    Большой русско-греческий словарь > дохлятина

  • 19 жидкий

    επ., βρ: -док, -дка, -дко; жиже.
    1. υγρός• ρευστός•

    -ие тела υγρά σώματα•

    -ое топливо υγρό καύσιμο•

    -ое состояние υγρή κατάσταση•

    -ое мыло ρευστό σαπούνι.

    2. υδαρής, νερουλός•

    жидкий суп νερουλή σούπα, νερομπούλι.

    3. αραιός, άπυκνος, σποραδικός•

    -ие волосы αραιά μαλλιά.

    4. (για ήχους) χαμηλός, αδύνατος.
    5. μαλακός, μαλθακός•

    -ие мускулы μαλακοί μύες.

    || ισχνός, λεπτός. || ασταθής.
    6. μτφ. μη εμπεριστατωμένος, φτωχός στο περιεχόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > жидкий

  • 20 заморыш

    α.
    ισχνός, καχεκτικός,του θανατά, για ψόφο.

    Большой русско-греческий словарь > заморыш

См. также в других словарях:

  • ἰσχνός — dry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… …   Dictionary of Greek

  • ισχνός — ή, ό επίρρ. ά 1. λεπτός, αδύνατος, άπαχος: Ισχνό ζώο. – Ισχνός άνθρωπος. 2. άτονος, σιγανός: Ισχνή φωνή. 3. άγονος: Ισχνή γη. 4. πενιχρός, φτωχός: Ισχνό βαλάντιο. – Ισχνά οικονομικά μέσα. – Ισχνός μισθός. 5. απλός, λιτός: Ισχνό ύφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσχνά — ἰσχνός dry neut nom/voc/acc pl ἰσχνά̱ , ἰσχνός dry fem nom/voc/acc dual ἰσχνά̱ , ἰσχνός dry fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχνότερον — ἰσχνός dry adverbial comp ἰσχνός dry masc acc comp sg ἰσχνός dry neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχνεύω — [ισχνός] γίνομαι όλο και περισσότερο ισχνός, αδυνατίζω …   Dictionary of Greek

  • ἰσχνοτάτων — ἰσχνός dry fem gen superl pl ἰσχνός dry masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχνοτέραις — ἰσχνός dry fem dat comp pl ἰσχνοτέρᾱͅς , ἰσχνός dry fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχνοτέρων — ἰσχνός dry fem gen comp pl ἰσχνός dry masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχνῶν — ἰσχνός dry fem gen pl ἰσχνός dry masc/neut gen pl ἰσχνόω make dry pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἰσχνόω make dry pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἰσχνόω make dry pres part act masc nom sg ἰσχνόω make dry pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχνόν — ἰσχνός dry masc acc sg ἰσχνός dry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»