-
1 hubený
ισχνός -
2 scraggy
ισχνός -
3 chudy
ισχνός -
4 худой
-
5 тощий
επ.1. ισχνός, λεπτός, αδύνατος, τσίρος• λιγνός•-ая шя λεπτός λαιμός•
-ая кошка ισχνή γάτα•
-ое лицо ισχνό πρόσωπο•
тощий человек ισχνός άνθρωπος•
очень тощий κάτισχνος.
|| μτφ. λεπτός• άδειος, κενός• πενιχρός•тощий карман άδεια τσέπη (χωρίς χρήματα), τσέπη πανί με πανί•
тощий желудок άδειο στομάχι.
2. μτφ. φτωχός, πενιχρός, γλίσχρος•-ая почва φτωχό (άγονο) έδαφος•
-ая растительность πενιχρή βλάστηση.
3. αδύνατος, ανεπαρκούς περιεχομένου•-ее молоко αδύνατο γάλα (αποβουτυρωμένο)•
тощий уголь αδύνατο κάρβουνο (χαμηλής καυστικότητας)•
-ая глина ο μη καθαρός πηλός (που πρεριέχει 20-50% άμμο).
εκφρ.на тощий желудок – βλ. натощак. -
6 испитой
испитойприл ἐξαντλημένος, χλωμός, ἰσχνός, καχεκτικός. -
7 поджарый
поджарыйприл разг λιγνός, ἰσχνός, λιπόσαρκος / ξερακιανός (мускулистый):\поджарый конь ἰσχνό ἄλογο. -
8 тонкий
тонк||ийприл1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):\тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:\тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:\тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·4. (хитрый, ловкий) πονηρός:\тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης. -
9 тощий
тощ||ийприл1. (худой) ἰσχνός, λιπόσαρκος:\тощий человек ὁ ξερακιανός, ὁ κοκ-καλιάρης·2. (тонкий, пустой) ἀδειος, κενός:\тощий матра́с τό ξεφτισμένο στρώμα· \тощийая по́чва τό ἄγονο ἔδαφ'ος· ◊ на \тощий желу́док μ' ἄδειο στομάχι. -
10 тщедушный
тщедушныйприл ἀδύνατος, ἀσθενικός, καχεκτικός:\тщедушный человек ὁ ἰσχνός ἄνθρωπος· \тщедушный вид ἡ φιλάσθενη ὅψη. -
11 худой
худой Iприл (худощавый) ἀδύνατος, ἰσχνός.худ||ой IIприл1. (плохой) κακός, ἄσχημος:\худойая слава κακή φήμη:\худой мир лучше доброй ссо́ры поел. ἡ κολοβή είρήνη εἶναι καλύτερη· ἀπό τόν ὠραΐο καυγᾶ·2. (дырявый) разг τρύπιος, τριμμένος, φαγωμένος:\худойые башмаки́ τά τρύπια παπούτσια· ◊ на \худой конец σέ ἐσχατη ἀνάγκη. -
12 meagre
-
13 thin
[Ɵin] 1. adjective1) (having a short distance between opposite sides: thin paper; The walls of these houses are too thin.) λεπτός, ψιλός2) ((of people or animals) not fat: She looks thin since her illness.) αδύνατος3) ((of liquids, mixtures etc) not containing any solid matter; rather lacking in taste; (tasting as if) containing a lot of water or too much water: thin soup.) αραιός4) (not set closely together; not dense or crowded: His hair is getting rather thin.) αραιός5) (not convincing or believable: a thin excuse.) ισχνός, διόλου πειστικός2. verb(to make or become thin or thinner: The crowd thinned after the parade was over.) αραιώνω- thinly- thinness
- thin air
- thin-skinned
- thin out -
14 тощий
[τόστσυϊ] εκ. ισχνός -
15 тощий
[τόστσυϊ] επ ισχνός -
16 доска
-и, αιτ. доску, πλθ. доски, досок, доским θ.1. σανίδα•сосновая доска πεύκινη σανίδα•
дубовая доска δρύινη σανίδα.
2. πλάκα• πίνακας•медная доска χάλκινη πλάκα•
мраморная μαρμάρινη πλάκα•
грифельная ή аспидная доска το αβάκιο ή πλάκα του μαθητή•
классная доска ή μόνο•
доска ο (μαυρο)πίνακας•
шахматная доска σκακιέρα, πεσσευτήριο•
доска почта ή красная доска πίνακας τιμής•
чрная доска μαύρος πίνακας (όπου γράφονται τα ονόματα των υστερούντων ή ενόχων κακής πράξης)•
от -и до -и (για διάβασμα) από την αρχή ως το τέλος (παλιά τα βιβλία αντί χαρτόνι είχαν λεπτή σανίδα)•
как доска αδύνατος, λεπτός, ισχνός, σαν τή βέργα•
наборная доска η τυπογραφική πλάκα.
-
17 дохлый
επ.1. ψόφιος.2. (απλ.) ισχνός, αδύνατος, ξερακιανός. -
18 дохлятина
-ы θ. (απλ.)1. ψοφίμι. || κρέας από ψοφίμι.2. άνθρωπος ισχνός, κοκκαλιάρης, σκέλεθρο, τσίχλα. -
19 жидкий
επ., βρ: -док, -дка, -дко; жиже.1. υγρός• ρευστός•-ие тела υγρά σώματα•
-ое топливо υγρό καύσιμο•
-ое состояние υγρή κατάσταση•
-ое мыло ρευστό σαπούνι.
2. υδαρής, νερουλός•жидкий суп νερουλή σούπα, νερομπούλι.
3. αραιός, άπυκνος, σποραδικός•-ие волосы αραιά μαλλιά.
4. (για ήχους) χαμηλός, αδύνατος.5. μαλακός, μαλθακός•-ие мускулы μαλακοί μύες.
|| ισχνός, λεπτός. || ασταθής.6. μτφ. μη εμπεριστατωμένος, φτωχός στο περιεχόμενο. -
20 заморыш
-а α.ισχνός, καχεκτικός,του θανατά, για ψόφο.
См. также в других словарях:
ἰσχνός — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… … Dictionary of Greek
ισχνός — ή, ό επίρρ. ά 1. λεπτός, αδύνατος, άπαχος: Ισχνό ζώο. – Ισχνός άνθρωπος. 2. άτονος, σιγανός: Ισχνή φωνή. 3. άγονος: Ισχνή γη. 4. πενιχρός, φτωχός: Ισχνό βαλάντιο. – Ισχνά οικονομικά μέσα. – Ισχνός μισθός. 5. απλός, λιτός: Ισχνό ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχνά — ἰσχνός dry neut nom/voc/acc pl ἰσχνά̱ , ἰσχνός dry fem nom/voc/acc dual ἰσχνά̱ , ἰσχνός dry fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνότερον — ἰσχνός dry adverbial comp ἰσχνός dry masc acc comp sg ἰσχνός dry neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχνεύω — [ισχνός] γίνομαι όλο και περισσότερο ισχνός, αδυνατίζω … Dictionary of Greek
ἰσχνοτάτων — ἰσχνός dry fem gen superl pl ἰσχνός dry masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνοτέραις — ἰσχνός dry fem dat comp pl ἰσχνοτέρᾱͅς , ἰσχνός dry fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνοτέρων — ἰσχνός dry fem gen comp pl ἰσχνός dry masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνῶν — ἰσχνός dry fem gen pl ἰσχνός dry masc/neut gen pl ἰσχνόω make dry pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἰσχνόω make dry pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἰσχνόω make dry pres part act masc nom sg ἰσχνόω make dry pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνόν — ἰσχνός dry masc acc sg ἰσχνός dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)