Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий
- Немецкий
- Русский
ἔν-δρυ-ον/el
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
δρυ — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 56 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. * * * το βλ. δρυς … Dictionary of Greek
δρυμοῖο — δρῡμοῖο , δρυμός copse masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμοί — δρῡμοί , δρυμός copse masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμοῦ — δρῡμοῦ , δρυμός copse masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμούς — δρῡμούς , δρυμός copse masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμῶνα — δρῡμῶνα , δρυμών fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμῶνας — δρῡμῶνας , δρυμών fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμῶνες — δρῡμῶνες , δρυμών fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμῶνι — δρῡμῶνι , δρυμών fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμῶνος — δρῡμῶνος , δρυμών fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυμόν — δρῡμόν , δρυμός copse masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)