-
1 αποερσε
aor. унес(ла), увлек(ла)(ἔνθα με κῦμ΄ ἀπόερσε Hom.; μή μιν ἀποέρσειε ποταμός Hom.)
См. также в других словарях:
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek