Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἔνϑα+δ'+ἔπειτα

  • 1 ενθα

         ἔνθα
        adv.
        1) там, здесь
        

    ἔ. καὴ ἔ. Hom., Plat.там и здесь

        2) туда, сюда
        ἔ.ἔ. Plat. — туда или сюда;
        τὸ μὲν ἔ., τὸ δ΄ ἔ. Arst. — отчасти туда, отчасти сюда

        3) тогда
        

    ἔ. δή Her., Xen. — тогда-то;

        ἔ. δ΄ ἔπειτα Hom. — и вот после этого, вслед за этим

        4) adv. relat. где
        

    ἔ. πάρος κοιμᾶτο Hom. (туда), где он прежде покоился;

        5) adv. relat. куда
        

    ὁδοιποροῦμεν ἔ. χρῇζομεν ; Soph. (pl. = sing.) — пришел ли я туда, куда хотел?

        6) adv. relat. когда
        

    ἔ. πρῶτον Xen. — как только;

        ἔστιν ἔ. καὴ ἥ δίκη βλάβην φέρει Soph. — бывает, что и справедливость наносит ущерб

    Древнегреческо-русский словарь > ενθα

См. также в других словарях:

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • SABBATICUS Amnis — de quo sic Iosephus Bell. Iud. l. 7. c. 23. Τῖτος δὲ Καῖςαρ, κρόνον μέν τινα διέτριψεν εν Βηρυτῷ, καθὰ προειρήκαμεν. Θεᾶται δὲ κατὰ την` πορείαν ποταμοῦ φύ???ιν ἄξιον ἱςτορηθην̑αι. Ρ῾εῖ μὲν γὰρ μέσος Α᾿ρκαίας τῆς Α᾿γρίππα βα???ιλείας καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SINOPE — I. SINOPE Amazonum una, a qua urbi nomen, de qua infra. II. SINOPE colonia et urbs maritima Paphlagoniae, πόλις διαφανεςτάτη τȏυ πόντου, urbs Ponti illustrissima, Strab. l. 12. inter Cytorum ad occasum 100. mill. pasl. et Amisum ad Eurum paulo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προκαθίζω — και ιων. τ. προκατίζω Α 1. (για πουλιά) πετώ λίγο προς τα εμπρός και έπειτα κάθομαι («κλαγγηδὸν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κάθομαι ενώπιον τού δήμου και δικάζω («ἔνθα περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε», Ηρόδ.) 3. προΐσταμαι, προεδρεύω 4.… …   Dictionary of Greek

  • Κόνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (444; – 389 π.Χ.). Γιος του πλούσιου Αθηναίου Τιμοθέου, ανέλαβε σε πολλές μάχες τη θέση του στρατηγού από το 414 έως το 413. Όταν ηττήθηκε ο Αλκιβιάδης στην Κύμη, του ανατέθηκε η ηγεμονία των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»