-
1 έντη
ἔντεαfighting gear: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἔντεαfighting gear: neut nom /voc /acc dual (epic doric aeolic) -
2 ἔντη
ἔντεαfighting gear: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἔντεαfighting gear: neut nom /voc /acc dual (epic doric aeolic) -
3 ἔντεα
ἔντεα, τά,A fighting gear, arms, armour,ἔ. ἀρήϊα Il.10.407
, Od. 23.368;ἔ. πατρός 19.17
; esp. coat of mail, corslet, Il.10.34;ἔντε' ἔδυνεν 3.339
, etc.II furniture, appliances, tackle,ἔ. δαιτός Od. 7.232
;ἔ. νηός
rigging,h.Ap.
489, Pi.N.4.70; ἔ. ἵππεια trappings, harness, ib.9.22, cf. P.4.235; harness,A.
Pers. 194 (but ἔντεα alone for chariots, Pi.O.4.24); ἔντεα αὐλῶν periphr. for αὐλοί, ib.7.12; also ἔντεα alone, musical instruments, Id.P.12.21; of the instruments of the Γάλλαι, Lyr.Adesp.121;ἔντεα Φοίβου Call.Ap. 19
.—[dialect] Ep. and Lyr. word, once in Trag. (v. supr.):—sg. ἔντος only in Archil.6.
См. также в других словарях:
ἔντη — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc dual (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντος — ἔντος, το (Α) (ο εν. σπάνιος συνήθης ο πληθ. ἔντεα και ἔντη, τα) 1. οπλισμός, όπλο (επιθετικό ή αμυντικό π.χ. δόρυ, ξίφος, ασπίδα, θώρακας κ.λπ.) («ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον» την ασπίδα, το ασύγκριτο όπλο μου, που τό… … Dictionary of Greek
Σγουρίτσας, Χρήστος — Συνταγματολόγος και πρώην υπουργός (1895 1966). Γεννήθηκε στο Βασσαρά της Λακωνίας. Διατέλεσε καθηγητής της Παντείου Σχολής (1931 1934). Το 1948 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής του συνταγματικού δίκαιου στο πανεπιστήμιο της Αθή νας και στη συνέχεια … Dictionary of Greek