Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
ἔντευξις/el
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
έντευξις — ἔντευξις, η (AM) συναναστροφή μσν. μορφή, εξωτερική εμφάνιση αρχ. 1. συνάντηση 2. ήθος, συμπεριφορά 3. συνουσία 4. ομιλία, λόγος 5. αίτηση 6. παράκληση, μεσιτεία 7. ανάγνωση, μελέτη … Dictionary of Greek
ἔντευξις — lighting upon fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντεύξει — ἔντευξις lighting upon fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐντεύξεϊ , ἔντευξις lighting upon fem dat sg (epic) ἔντευξις lighting upon fem dat sg (attic ionic) ἐντυγχάνω light upon fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντεύξεις — ἔντευξις lighting upon fem nom/voc pl (attic epic) ἔντευξις lighting upon fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντεύξεσι — ἔντευξις lighting upon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντεύξεσιν — ἔντευξις lighting upon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντεύξιος — ἔντευξις lighting upon fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντευξιν — ἔντευξις lighting upon fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мольба — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. δέησις) прошение, просьба; (греч. ἔντευξις) ходатайство … Словарь церковнославянского языка
προέντευξις — εύξεως, ἡ Α αίτηση που έχει προηγηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔντευξις «συνάντηση, αίτηση»] … Dictionary of Greek
συνέντευξη — η / συνέντευξις, εύξεως, ΝΑ νεοελλ. 1. προκαθορισμένη συνάντηση, ραντεβού («ο ιατρός δέχεται επί συνεντεύξει») 2. η με ένα σημαίνον πρόσωπο συνομιλία για σοβαρό θέμα η οποία προορίζεται για δημοσιότητα 3. φρ. α) «προσωπική συνέντευξη» i) μορφή… … Dictionary of Greek