-
21 ἐντάλμασι
-
22 εντάλμασιν
-
23 ἐντάλμασιν
-
24 εντάλματα
-
25 ἐντάλματα
-
26 εντάλματι
-
27 ἐντάλματι
-
28 εντάλματος
-
29 ἐντάλματος
-
30 1778
{сущ., 3}указание, предписание, заповедь, наставление (Мф. 15:9; Мк. 7:7; Кол. 2:22).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1778
-
31 ἀκατασήμαντος
ἀκατα-σήμαντος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατασήμαντος
-
32 ἐντέλλω
ἐντέλλω (s. ἔνταλμα; Pind. et al.) but usu., and in our lit. exclusively, mid. dep. (oft. Hdt.+; ins, pap, LXX, pseudepigr., Joseph., Just.; Mel., P. 11, 73) fut. ἐντελοῦμαι (Mt 4:6; Lk 4:10); 1 aor. ἐνετειλάμην; pf. ἐντέταλμαι (in our lit. only w. act. sense as Polyb. 17, 2, 1; Herodian 1, 9, 9; Tob 5:1; 2 Macc 11:20; Jos., Vi. 318 [plpf.]), 2 sg. ἐντέταλσαι Hm 12, 6, 4; 3 sg. plpf. ἐνετέταλτο (Just.); 1 aor. pass. subj. 3 sg. ἐνταλθῇ (TestJob 20:9) to give or leave instructions, command, order, give orders, abs. Mt 15:4 v.l. (w. λέγων foll.); Pol 6:3; B 7:3. τινί to someone Mt 17:9; J 14:31; Ac 1:2; 13:47; τί someth. (Herodian 1, 9, 10; Sir 48:22) IRo 3:1; Hm 12, 6, 4. τινί τι someone someth. (Hdt. 1, 47; Diog. Oenoand. [II A.D.] Fgm. 50, 3 [=66 William] of testamentary instructions φίλοις τάδε ἐντέλλομαι; Jos., Vi. 242) Mt 28:20; Mk 10:3; J 15:14; περί τινος concerning someth. (1 Macc 9:55) Hb 11:22. τινὶ περί τινος (UPZ 61, 9 [161 B.C.]; APF 8 p. 212 no. 14, 12; BGU 1755, 14 [I B.C.]; Sir 17:14; 1 Macc 3:34; Jos. Ant. 7, 358) Mt 4:6; Lk 4:10 (both Ps 90:11). W. inf. foll. (Gen 42:25; 2 Ch 36:23; Manetho: 609 Fgm. 9a, 98 Jac. [in Jos., C. Ap. 1, 98]; Just., D. 22, 11 al.) Mt 19:7; J 8:5; Hv 5:7; m 4, 1, 1. W. acc. and inf. ἐντέταλται τῷ Ἰσραὴλ προσφέρειν δάμαλιν τοὺς ἄνδρας B 8:1. W. gen. of the inf. foll. Lk 4:10 (Ps 90:11). W. ὅτι foll. say emphatically IRo 4:1. W. ἵνα foll. (Jos., Ant. 8, 375; 7, 356) Mk 13:34; J 15:17.—τ. διαθήκης ἧς (by attraction for ἥν) ἐνετείλατο πρὸς ὑμᾶς ὁ θεός of the decree which God has ordained for you Hb 9:20.—DELG s.v. τέλλω. M-M s.v. ἐντέλλομαι. TW.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔνταλμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένταλμα — το (AM ἔνταλμα) εντολή, διαταγή («διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων καὶ διδασκαλίας», ΠΔ) μσν. νεοελλ. έγγραφη άδεια ή εντολή επίσημης αρχής νεοελλ. 1. έγγραφη εντολή αρμόδιας δικαστικής ή ανακριτικής αρχής με την οποία διατάσσεται η σύλληψη… … Dictionary of Greek
ένταλμα — το, ατος 1. εντολή, διαταγή, παραγγελία. 2. έγγραφο με το οποίο μια αρχή διατάζει την εκτέλεση ορισμένης εντολής: Ένταλμα πληρωμής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένταλμα σύλληψης — Τμήμα των εγγυήσεων υπέρ της προσωπικής ασφαλείας, σύμφωνα με το οποίο, εκτός από τις περιπτώσεις του αυτόφωρου αδικήματος, για τη σύλληψη ενός προσώπου απαιτείται η επέμβαση της δικαστικής αρχής. Βούλευμα δικαστικού συμβουλίου ή έ.σ. που εκδίδει … Dictionary of Greek
ἐνταλμάτων — ἔνταλμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλμασι — ἔνταλμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλμασιν — ἔνταλμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλματα — ἔνταλμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλματι — ἔνταλμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντάλματος — ἔνταλμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόφωρο — Α. χαρακτηρίζεται ένα έγκλημα όταν «είναι εν τω πράττεσθαι ή διεπράχθη προσφάτως», όταν δηλαδή γίνεται αντιληπτό κατά την εκτέλεσή του ή αργότερα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το α. έγκλημα ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα και από την άποψη του… … Dictionary of Greek