-
1 coupable
ένοχος -
2 trestuhodný
ένοχος -
3 viník
ένοχος -
4 vinný
ένοχος -
5 guilty
ένοχος -
6 winien
ένοχος -
7 winny
ένοχος -
8 winowajca
ένοχος -
9 suçlu
ένοχος, υπαίτιος, φταίχτης -
10 виновный
виновный (в чём-л.) ένο χος, φταίχτης быть \виновныйм είμαι ένοχος, είμαι φταίχτης* * *(в чём-л.) ένοχος, φταίχτηςбыть вино́вным — είμαι ένοχος, είμαι φταίχτης
-
11 виноватый
επ., βρ: -ват, -а, -о1. φταίχτης• ένοχος•я в этом не -ват εγώ γι αυτό δεν είμαι φταίχτης (δε φταίω)•
-того нашли τόν ένοχο τόν βρήκαν•
в этом деле вы кругом -ы σ’ αυτή την υπόθεση εσείς τα φταίτε όλα•
кто -ват? ποιος φταίει; ποιος είναι ένοχος;•
без вины -ват φταίχτης χωρίς να φταίει•
-ат, -та φταίχτης, -τρία (για ζήτηση συγγνώμης).
2. αίτιος, υπαίτιος•в этом -о его легкомыслие γι αυτό φταίει η ελαφρόνοια του.
3. ένοχος, που δείχνει ενοχή•виноватый взгляд ένοχο βλέμμα•
-ое молчание ένοχη σιωπή.
-
12 Liable
adj.Liable for the security: P. τῆς ἐγγύης ὑπόδικος.Be liable for: P. and V. ἐνέχεσθαι (dat.) (Eur., Or. 516).Liable to, accountable to: P. ὑπεύθυνος (dat.), ἔνοχος (dat.), ὑπόδικος (dat.).Liable to tribute: P. ὑποτελὴς φοροῦ.Liable to punishment: P. ζημία ἔνοχος.Be liable to: P. and V. ἐνέχεσθαι (dat.).Be liable to (states of feeling, elc.), v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Men's natures are liable to confusion: V. ἔχουσι γὰρ ταραγμὸν αἱ φύσεις βροτῶν (Eur.. El. 368).If a man envies or indeed fears us ( for superiority is liable to be the target of both passions)...: P. εἴ τις φθονεῖ ἢ καὶ φοβεῖται, ἀμφότερα γὰρ τάδε πάσχει τὰ μείζω... (Thuc. 6, 78).Large armies are liable to be seized by unaccountable panics: P. φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα ἀσαφῶς ἐκπλήγνυσθαι (Thuc. 4. 125).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Liable
-
13 виноватый
виноватый о ένοχος, ο υπαί τιος быть \виноватыйм φταίω я не* * *ένοχος, ο υπαίτιοςбыть винова́тым — φταίω
я не винова́т — δε φταίω
-
14 виновник
-
15 виноватый
винова́т||ыйприл ἔνοχος, φταίχτης:\виноватый взгляд τό Ενοχο βλέμμα· с \виноватыйым видом μέ ἐνοχο ὕφος· быть \виноватыйым εἶμαι φταίχτης, εἶμαι ἐνοχος· я виноват перед вами ἐγώ φταίω· кто виноват? ποιος φταίει;· ◊ виноват! συγγνώμην!, μέ συγχωρείτε! -
16 виновник
-а α. –ца, -ы θ.1. ένοχος, -η•виновник преступления ένοχος εγκλήματος (ή αδικήματος).
2. πρωτοστάτης, πρωτεργάτης, αίτιος. -
17 грешный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αμαρτωλός.2. ένοχος.εκφρ.- ым делом – δυστυχώς πρέπει να παραδεχτώ ή δυστυχώς λέγω την αμαρτία μου•грешный человек – παλ. ένοχος, φταίχτης. -
18 засыпаться
-плюсь, -плешься, προστκ. засыпьсяρ.σ.(απλ.) πιάνομαι ως ένοχος, αποδείχνομαι ένοχος• παθαίνω συμφορά. || αποτυναίνω στις εξετάσεις.ρ.δ.βλ. засыпаться.ρ.δ.βλ. заспаться. -
19 невинный
επ., βρ: -винен, -винна, -о.1. αθώος, μη φταίχτης, μη ένοχος αναμάρτητος, ακριμάτιστος•-ые люди αθώοι άνθρωποι•
-ая жертва αθώο θύμα•
-ое страдание αναίτιο βάσανο•
он невинен в этом преступлении αυτός δεν είναι ένοχος σ αυτό το έγκλημα•
его признали -ым τον κήρυξαν αθώο.
2. αφελής, άκακος, άδολος, απονήρευτος•невинный ребёнок αθώο παιδάκι•
-ое создание αθώο πλάσμα.
|| ανεπίκριτος, αμώμητος, άμωμος, άψογος• άκακος, αβλαβής•невинный разговор ανεπίκριτη συνομιλία•
невинныйое развлечение άψογη διασκέδαση•
-ые игры αβλαβή παιγνίδια.
3. αγνός•-ая девушка αγνό κορ ίτσι.
-
20 виновник
вино́вн||икм1. (провинившийся) ὁ Ενοχος, ὁ ὑπαίτιος, ὁ φταίχτης, ὁ πταί-στης·2. (являющийся причиной чего-л.) ὁ δράστης, ὁ αίτιος:\виновник происшествия ὁ αίτιος τοῦ ἐπεισοδίου· \виновник торжества ὁ ἐορτάζων.
См. также в других словарях:
ἔνοχος — held in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… … Dictionary of Greek
ένοχος — η, ο 1. που ενέχεται σε αξιόποινη πράξη, που έκανε σφάλμα ή έγκλημα: Ένοχος κλοπής. 2. ενοχοποιητικός, ύποπτος, μη αθώος, αθέμιτος: Ένοχη σιωπή. – Ένοχες σχέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔνοχον — ἔνοχος held in masc/fem acc sg ἔνοχος held in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχοις — ἔνοχος held in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχου — ἔνοχος held in masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχους — ἔνοχος held in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχων — ἔνοχος held in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόχῳ — ἔνοχος held in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοχα — ἔνοχος held in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνοχοι — ἔνοχος held in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)