-
1 ἔννοια
ἔν-νοια, ἡ, der Gedanke, die Vorstellung, der Begriff; die Bedeutung; das Nachdenken, die Erwägung; λαβεῖν τινος, woran denken; sich eine Vorstellung machen, vermuten; εἰς ἔννοιαν ἔρχεσϑαί τινος, erkennen; Ansicht, Meinung; τοιαύτην ἔννοιαν ἐμποιεῖν τινι, eine Gesinnung einflößen -
2 ennoea
-
3 ἐπ-εις-έρχομαι
ἐπ-εις-έρχομαι (s. ἔρχομαι), 1) noch dazu, hinterdrein hineingehen, hineinkommen; πόλιν, in die Stadt, Eur. Ion 813; δόμοις 851; absolut, Her. 4, 154, von der zweiten Frau (vgl. ἐπειςάγω); κατόπιν ἠμῶν ἐπειςῆλϑον Plat. Prot. 316 a; ἔξωϑεν Tim. 81 c; τινί, zu Jem., Thuc. 8, 35; εἰς τὸ χωρίον Dem. 47, 53; – ἐπειςέρχεται τὰ πάντα, es wird Alles hineingeschafft, Thuc. 2, 38. – 2) dabei einfallen, in den Sinn kommen, τὸ ἔπος τινά Luc. V. H. 2, 42; ἔννοια πολλοῖς ἐπειςῆλϑεν Plut. gen. Socr. 16.
-
4 ὑπο-τρέχω
ὑπο-τρέχω (s. τρέχω), 1) herab-, hinunterlaufen, darunterlaufen, entgegenlaufen; ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων, er lief an ihn heran, warf sich an ihm nieder und umfaßte seine Kniee, Il. 21, 68; Od. 10, 323; ὑποδραμεῖν ὑπὸ φορὰν ἀκοντίου Antiph. 3 β 4; – darunter hinlaufen, sich darunter hinerstrecken, ὑποδέδρομε βῆσσα H. h. Apoll. 284; – unterlaufen, zuvorlaufen u. einfangen, τινά, Xen. Cyr. 1, 2,12. – 2) sich heimlich bei Einem einschleichen, τινί; dah. auch Einem in den Sinn kommen, beifallen, einfallen, ὑπέδραμέ τις ἔννοια καὶ πιϑανότης τοῖς ἀνϑρώποις ὡς ἀπολωλότος τοῦ Ἀττάλου Pol. 16, 6,10, vgl. 8, 33, 12; auch ἔλεος ὑποτρέχει μοι, Mitleid überkommt, beschleicht mich, 9, 10, 7; ἀπελπισμὸς ὑπέδραμε τοὺς ἀνϑρώπους 31, 8,11, vgl. 14, 12, 5. Dah. wie ὑπέρχομαι, sich bei Einem einschmeicheln, ihn zu gewinnen suchen, ὑποτρέχων σε ϑωπείᾳ Eur. Or. 669; ὃς ἂν χαρίζηται ὑποτρέχων Plat. Rep. IV, 426 c; ϑωπείαις ὑποδραμών Legg. XI, 923 c; Aesch. 3, 162; τὸν δῆμον Plut. Aem. Paull. 2.
-
5 ἔν-νοια
ἔν-νοια, ἡ, der Gedanke, die Vorstellung, der Begriff; χρόνου Plat. Tim. 47 a; ἐν ταῖς περὶ τὸ ὃν ὄντως ἐννοίαις Phil. 59 d; die Bedeutung, ὀνομάτων Galen., D. C. 69, 21; – das Nachdenken, die Erwägung; περὶ τοῠτ' ἔχειν ἔννοιαν, ὅπως Plat. Legg. VI, 769 e; Xen. Cyr. 1, 1, 1; ἔννοια αὐτῷ ἐμπίπτει An. 3, 1, 13; λαβεῖν τινος, woran denken, Eur. Hipp. 1027; Dem. 11, 20; bei Pol. auch = sich eine Vorstellung machen, vermuthen, im Ggstz von ἐπιστήμην καὶ γνώμην ἀτρεκῆ ἔχειν, 1, 4, 9; εἰς ἔννοιαν ἔρχεσϑαί τινος, erkennen, 1, 57, 4; – Ansicht, Meinung, τὰς αὐτὰς ἐννοίας ἔχειν περί τινος D. Sic. 14, 56; τοιαύτην ἔννοιαν ἐμποιεῖν τινι, eine Gesinnung einflößen, Isocr. 5, 150.
-
6 ennoea
См. также в других словарях:
ἐννοία — ἐννοίᾱ , ἔννοια act of thinking fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοίᾳ — ἐννοίᾱͅ , ἔννοια act of thinking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔννοια — act of thinking fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έννοια — I 1. καθολική παράσταση, που περιλαβαίνει τα κύρια γνωρίσματα ενός ή περισσότερων αντικειμένων με τα οποία εκφράζεται η ουσία τους: Η έννοια του δέντρου. – Η έννοια της αρετής. 2. σημασία, νόημα: Η έννοια της λέξης «ανθρωπιά». 3. (ψυχ.), η εικόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έννοια — (I) η (AM ἔννοια) [εννοώ] 1. η αντίληψη, η σύλληψη με τον νου τού περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η ιδέα που σχηματίζεται στον νου για ένα πράγμα («η έννοια τού ανθρώπου» «τοῡ καλοῡ ἔννοιαν ἔχειν», Αριστοτ.) 2. (λογ. και… … Dictionary of Greek
ἔννοιᾳ — ἔννοιαι , ἔννοια act of thinking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοίας — ἐννοίᾱς , ἔννοια act of thinking fem acc pl ἐννοίᾱς , ἔννοια act of thinking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
καταναγκασμός — Έννοια που απασχολεί τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πρακτική του δικαίου, γιατί αναφέρεται τόσο στη νόμιμη όσο και στην παράνομη χρήση βίας. Ο κ. υπόκειται γενικά σε τριών ειδών διακρίσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα σε… … Dictionary of Greek
ἐννοίαι — ἐννοίᾱͅ , ἔννοια act of thinking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερεγώ — Έννοια της φροϋδικής ψυχαναλυτικής θεωρίας που καθορίζει ότι η συμπεριφορά της ψυχής ρυθμίζεται από την υφή της σκέψης. Σύμφωνα με τη θεωρία του Φρόυντ, το υ. είναι το ιδεώδες του εγώ, είναι η τρίτη σημαντική διάρθρωση της σκέψης. Οι άλλες δυο… … Dictionary of Greek