-
1 πνοιά
πνοιά̱, πνοήblowing: fem nom /voc /acc dual (epic)πνοιά̱, πνοήblowing: fem nom /voc sg (attic epic doric aeolic) -
2 πνοιά
-
3 πνοιᾷ
-
4 πνοιά
a breath ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) O. 6.83 καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) N. 10.74b wind, gust of windἴδε καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα ψυχροῦ O. 3.31
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) P. 5.121 Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.c sound of wind-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) N. 3.79 -
5 πνοιάν
πνοιά̱ν, πνοήblowing: fem acc sg (attic epic doric aeolic) -
6 πνοιάς
πνοιά̱ς, πνοήblowing: fem acc pl (epic) -
7 πνοά
a breath ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) O. 6.83 καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) N. 10.74b wind, gust of windἴδε καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα ψυχροῦ O. 3.31
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) P. 5.121 Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.c sound of wind-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) N. 3.79 -
8 βαρύπνοια
βᾰρύ-πνοια, ἡ,A laboured breathing, Sor.2.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύπνοια
-
9 βραχύπνοια
βρᾰχύ-πνοια, ἡ,A shortness of breath, Gal.7.836.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχύπνοια
-
10 διάπνοια
II opening, gap, Pall.inHp.Fract. 12.283C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάπνοια
-
11 δύσπνοια
δύσ-πνοια, ἡ,A difficulty of breathing, shortness of breath, Id.Aph.3.31, X.Cyn.9.20, Nymphis 16, Aret.SA1.9, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσπνοια
-
12 εὔπνοια
εὔ-πνοια, ἡ,2 airy situation, Arist.Pr. 909b5;ἐν εὐπνοίᾳ Thphr.CP6.16.5
; εὔπνοιαι εὐήλιοι dub. l. in Dsc.3.119.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔπνοια
-
13 ζοφόπνοια
ζοφό-πνοια, ἡ,A = ἡ ἀπὸ δύσεως πνοή, Sch.Il.21.334.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζοφόπνοια
-
14 κακόπνοια
κᾰκό-πνοια, ἡ,A difficulty of breathing, Gal. 17(1).757.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόπνοια
-
15 μακρόπνοια
μακρό-πνοια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρόπνοια
-
16 περιπνοή
περι-πνοή, ἡ,A blowing round about,ἀνέμων D.S.3.19
(pl.), cf. Serv. ad Verg.A.5.772 (pl., in form [suff] περι-πνοία).2 ventilation, Gal.7.393 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπνοή
-
17 πνοή
πνοή, ῆς, ἡ, [dialect] Ep. [full] πνοιή, always in Hom.; [dialect] Dor. [full] πνοά (v. infr.); Lyr. [full] πνοιά Pi.O.3.31, B.5.28: ([etym.] πνέω):—A blowing, blast,πνοιαὶ παντοίων ἀνέμων Il.17.55
, cf. Od.4.839, Hes.Th. 253, 268;πνοιὴ Βορέαο Il.5.697
:abs., blast, breeze, 11.622, 13.590, etc.; ὀλίγη π. a light breeze, Arr.Tact.34.4; π. βιαία a stiff breeze, ib.35.4;οἷον π. εἰς ἄλλο Plot.6.3.23
; esp. to denote excessive swiftness, ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο along with, i.e.swift as, blasts of wind, Il.24.342, etc.;ἅμα πνοιῇ Ζεφύροιο 19.415
;ἐπέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο Od.2.148
;πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο Il.12.207
;ἅμα πνοιῇσι πετέσθην 16.149
; imitated by Ar.Av. 1396 (lyr.), ἅμ' ἀνέμων πνοαῖσι βαίην; freq. in Trag.,ταχύπτεροι πνοαί A.Pr.88
; (lyr.), cf. 654, Ar.Nu. 161, Arist.Mu. 392b11, etc.; blast of bellows, Th.4.100.2 generally, breath,ἔμπνους μέν εἰμι.. καὶ πνοὰς.. πνέω E.HF 1092
;μητρὸς οἴχονται πνοαί Id.Or. 421
: metaph., πνοιὴ Ἡφαίστοιο the breath of Hephaestus, i.e. flame, Il.21.355;πυρὸς πνοᾷ E.Tr. 815
(lyr.);πρὶν καταιγίσαι πνοὰς Ἄρεως A.Th. 63
, cf. 115(lyr.);θεοῦ πνοαῖσιν ἐμμανεῖς E.Ba. 1094
;πνοαὶ Ἀφροδίτης Id.IA69
;θυμοῦ πνοαί Id.Ph. 454
.III vapour, exhalation, σποδὸς προπέμπει πλούτου πνοάς, of a burning city, A.Ag. 820;τηγάνου π. Eub. 75.8
, cf. Antiph.217.7;λιβάνου πνοαί Anaxandr.41.37
(anap.).IV breath of a wind-instrument,Αἰολῇσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν Pi.N.3.79
;αὐλῶν π. Ar.Ra. 313
;σύριγγος πνοά E.Or. 145
(lyr.).—Poet. (Pl.Cra. 419d is no exception), once in Th. and freq. in later Prose (v. supr.) for πνεῦμα. -
18 πυκνόπνοια
πυκνό-πνοια, ἡ,A rapid respiration, Gal.17(2).128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυκνόπνοια
-
19 ταχύπνοια
τᾰχῠ-πνοια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχύπνοια
-
20 ἀνάπνοια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάπνοια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πνοιά — πνοιά̱ , πνοή blowing fem nom/voc/acc dual (epic) πνοιά̱ , πνοή blowing fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιά — ἡ, Α (λυρ. τ.) βλ. πνοή … Dictionary of Greek
πνοιᾷ — πνοή blowing fem dat sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιάν — πνοιά̱ν , πνοή blowing fem acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνοιάς — πνοιά̱ς , πνοή blowing fem acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοφόπνοια — ζοφόπνοια, ἡ (Α) η πνοή ανέμου από τη δύση, ο δυτικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + πνοια (< πνέω) πρβλ. ά πνοια, δύσ πνοια] … Dictionary of Greek
εύπνοια — η (ΑΜ εὔπνοια και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη) 1. ελεύθερη πνοή, καλή αναπνοή 2. ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων 3. ιατρ. η κανονική, η φυσιολογική αναπνοή νεοελλ. μσν. ευάρεστη οσμή, ευωδία αρχ. 1. τόπος ευάερος που προσβάλλεται από ανέμους 2. ευκολία… … Dictionary of Greek
σπανόπνοια — η, Ν μεγάλη βραδύτητα στον αναπνευστικό ρυθμό, που οφείλεται σε παθολογικά αίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + πνοια (< πνοος < πνοή), πρβλ. δύσ πνοια] … Dictionary of Greek
τραυματόπνοια — η, Ν ιατρ. αναπνευστικός ήχος που ακούγεται κατά την έξοδο και την είσοδο τού αέρα όταν ένα θωρακικό τραύμα έχει προκαλέσει επικοινωνία της κοιλότητας τού υπεζωκότα με την εξωτερική ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. traumatopnea… … Dictionary of Greek
υπόπνοια — η, Ν ιατρ. η ελάττωση τού μεγέθους τής αναπνοής, η οποία αποτελεί ένδειξη αναπνευστικής ανεπάρκειας και ελάττωσης τού κυψελιδικού αερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + πνοια (< πνοος / πνους < πνοή), πρβλ. δύσ πνοια] … Dictionary of Greek
βαρύπνοια — βαρύπνοια, η (Α) η δύσπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνοια < πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. άπνοια, δύσπνοια, ταχύπνοια κ.ά.)] … Dictionary of Greek