Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἔμ-πετρος

  • 1 Boulder

    subs.
    P. and V. λθος, ὁ, V. χερμς, ἡ, πέτρος, ὁ (rare P.).
    Crag: P. and V. πέτρα, ἡ, V. λέπας, τό.
    Strewn with boulders, adj.: P. and V. πετρώδης, V. λεπαῖος; see Rocky.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Boulder

  • 2 Crag

    subs.
    Steep rock: P. and V. ἄκρα, ἡ, κρημνός, ὁ, V. λέπας, τό, ἀγμός, ὁ, σπιλς, ἡ, Ar. and V. σκόπελος, ὁ.
    Boulder: P. and V. λθος, ὁ, V. χερμς, ἡ, πέτρος, ὁ (rare P.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crag

  • 3 Rock

    subs.
    P. and V. πέτρα, ἡ.
    Stone: P. and V. λθος, ὁ, V. χερμς, ἡ, πέτρος, ὁ; see Stone.
    Crag: P. and V. ἄκρα, ἡ, κρημνός, ὁ, V. λέπας, τό, σπιλς, ἡ ἀγμός, ὁ, Ar. and P. σκόπελος, ὁ.
    Ridge of rock: V. χοιρς, ἡ.
    Of rock, adj.: V. πετραῖος, πετρώδης, πέτρινος, λεπαῖος, πετρήρης.
    Of stone: V. λϊνος, Ar. and P. λθινος.
    Hurled from a rock: V. πετρορριφής.
    Roofed with rock: V. πετρηρεφής.
    Whence she shall be hurled with a plunge from the rock: V. ὅθεν πετραῖον ἅλμα δισκευθήσεται (Eur., Ion, 1268).
    ——————
    v. trans.
    Move: P. and V. κινεῖν.
    Shake: P. and V. σείειν.
    Move to and fro: V. σαλεύειν.
    V. intrans. Move: P. and V. κινεῖσθαι.
    Shake: P. and V. σείεσθαι.
    Move to and fro: P. and V. σαλεύειν, P. ἀποσαλεύειν.
    Wave: P. and V. αἰωρεῖσθαι; see Toss.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rock

  • 4 Stone

    subs.
    P. and V. λθος, ὁ, V. πέτρος, ὁ (rare P.).
    Hurling upon his head a stone that would fill a waggon: V. λᾶαν ἐμβαλὼν κάρᾳ ἁμαξοπληθῆ (Eur., Phoen. 1157).
    Stone for throwing: also V. χερμς, ἡ;
    Round stone for rolling on to an enemy: P. ὀλοίτροχος, ὁ (Xen.).
    Stone for building: P. and V. λθος, ὁ.
    Collect stones for building, v.: P. λιθοφορεῖν.
    Precious stone: Ar. and P. λθος, ὁ or ἡ, P. λιθίδιον, τό; see Jewel.
    Whetstone: see Whetstone.
    Leave no stone unturned: V. πάντα κινῆσαι πέτρον (Eur., Heracl. 1002), P. use πᾶν ποιεῖν (Plat., Ap. 39A).
    Stone of fruit: P. πυρήν, ὁ (Hdt.).
    Memorial stone: Ar. and P. στήλη, ἡ.
    Suffer from stone ( in medical sense), v.: P. λιθιᾶν.
    ——————
    adj.
    Made of stone: Ar. and P. λθινος, V. πετραῖος, πετρώδης, πέτρινος, λινος.
    Roofed with stone: V. πετρηρεφής.
    Paved with stone: V. λιθόστρωτος.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. λεύειν, Ar. and P. καταλεύειν, P. καταλιθοῦν.
    Be stoned also: V. πετροῦσθαι.
    Stone ( fruit): Ar. and V. κοκκίζειν (Ar., frag. and Æsch., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stone

См. также в других словарях:

  • Πέτρος — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρος — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρος ο Ερημίτης — (ήΠέτρος της Αμιένης, Πικαρδία; – κοντά στη Λιέγη, περ. 1115). Γάλλος μοναχός και σταυροφόρος. Στρατιώτης και κατόπιν μοναχός, ίσως ύστερα από ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους, έγινε φανατικός κήρυκας της πρώτης Σταυροφορίας την οποία οργάνωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρος Πελοποννήσιος — Ψάλτης και συνθέτης, ο κορυφαίος ίσως εκπρόσωπος της μεταβυζαντινής μουσικής παράδοσης. Τα βιογραφικά του είναι ελάχιστα γνωστά. Καταγόταν πάντως από τη Λακωνία κι εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1764 στην Κωνσταντινούπολη ως δομέστικος του… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρος ο Σκληρός — (1334 – 1369). Βασιλιάς της Καστίλης. Γιος του Αλφόνσου IA΄ και της Μαρίας της Πορτογαλίας, έγινε βασιλιάς σε ηλικία 16 χρόνων και, τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη Λευκή των Βουρβόνων, την οποία όμως εγκατάλειψε τρεις μέρες αργότερα για χάρη… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρος, Μογίλας — Μητροπολίτης Κιέβου. Έζησε τον 17o αι. Καταγόταν από παλιά μολδαβική οικογένεια και ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους άνδρες της εποχής του. Μοναχός αρχικά, χειροτονήθηκε εξαιτίας των πνευματικών του χαρισμάτων, σε σύντομο χρονικό διάστημα,… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Πέτρος — I (Ρώμης). Ο μεγαλύτερος χριστιανικός ναός, στη δεξιά όχθη του Τίβερη, δίπλα στο Βατικανό. Ο ναός βρίσκεται στην ίδια θέση με έναν ειδωλολατρικό ναό και ένα χριστιανικό νεκροταφείο, όπου κατά την παράδοση μαρτύρησε ο Απόστολος Πέτρος. Στα χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • Βούλγαρης, Πέτρος — (Ύδρα 1884 – 1957). Στρατιωτικός και πολιτικός. Πήρε μέρος στους πολέμους του 1912 13, καθώς και στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Για την εξαιρετική του δράση προήχθη στον βαθμό του αντιναυάρχου. Το 1936 αποστρατεύτηκε, αλλά μετά την κατοχή της Ελλάδας… …   Dictionary of Greek

  • Βράιλας-Αρμένης, Πέτρος — Βλ. λ. Αρμένης Βράιλας, Πέτρος …   Dictionary of Greek

  • Γαλακτόπουλος, Πέτρος — (Αθήνα 1945 –). Αθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης και ολυμπιονίκης. Αναδείχτηκε πρωταθλητής Ελλάδας (1965), Βαλκανίων και Ευρώπης (1972), αλλά οι μεγαλύτερες διακρίσεις του ήταν στους Ολυμπιακούς αγώνες του Μεξικού (1968), όπου κέρδισε το χάλκινο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»