-
1 εμμισθος
21) состоящий на жалованьи, наемный(σιτοποιοί Thuc.; ξένοι Plat.)
ἔ. τινος Luc. — получающий жалованье за что-л.;ὅλην ἔμμισθον τέν πόλιν ποιεῖν Plut. — платить жалованье всему населению города;γένεσίν τινος ἀποτελεῖν ἔμμισθον Plat. — производить что-л. за плату2) получающий пособие или пенсию -
2 έμμισθος
ος, ον наёмный, оплачиваемый;έμμισθος εργασία — наёмный труд
-
3 έμμισθος
[эммистос] επ платный, наемный. -
4 εμμισθιος
-
5 πάρεδρος
ο, η юр.1) заместитель, -ница;πάρεδρος δικαστής — или δικαστικός πάρεδρος — адвокат, замещающий мирового судью;
δημαρχιακός πάρεδρος — заместитель мэра;
2) кандидат в члены суда первой инстанции (с правом совещательного голоса);εμμισθος πάρεδρος — низший чин суда первой инстанции;
πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας — кандидат в члены Высшего Административного суда (с правом совещательного голоса)
См. также в других словарях:
ἔμμισθος — in receipt of pay masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμμισθος — η, ο (Α ἔμμισθος, ον) 1. αυτός που παίρνει μισθό («έμμισθος επιμελητής») 2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται με αμοιβή («έμμισθη υπηρεσία») αρχ. αυτός που πληρώνεται για κάτι … Dictionary of Greek
έμμισθος — η, ο επίρρ. α 1. που παίρνει μισθό, ο μισθωτός: Έμμισθος υπάλληλος. 2. που γίνεται με μισθό, με αμοιβή: Έμμισθη εργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμμίσθως — ἔμμισθος in receipt of pay adverbial ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμμισθον — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem acc sg ἔμμισθος in receipt of pay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμίσθοις — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμίσθου — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμίσθους — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμίσθων — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμμισθα — ἔμμισθος in receipt of pay neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμμισθοι — ἔμμισθος in receipt of pay masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)