-
41 τοὐλαίου
ἐλαίου, ἔλαιονolive-oil: neut gen sgἐλαίου, ἔλαιοςwild olive: masc gen sgἐλαίου, ἐλαιόωoil: pres imperat act 2nd sg -
42 τούλαιον
-
43 τοὔλαιον
-
44 ἄγριος
a wild, not domestic ἄγριος ἔλαιος fr. 46.b wild, fierceκεράιζεν ἀγρίους θῆρας P. 9.21
] αἴνιγμα παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν γνάθων[ sc. of the Sphinx. fr. 177d. -
45 καλλιέλαιος
καλλῐ-έλαιος, ἡ,A garden olive, opp. ἀγριέλαιος, Ep.Rom. 11.24:—fem. [suff] καλλῐ-ελαία, ἡ, Arch.Pap.2.218 (iii/iv A.D.): as Adj.,κ. ἐλαία PCair.Zen.125.3
(iii B. C.), Gp.9.8; φυτόν ib.9.10.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιέλαιος
-
46 πολυέλαιος
πολυ-έλαιος, ον,A owning many oliveyards, X.Vect.5.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυέλαιος
-
47 ἀγριέλαιος
ἀγρι-έλαιος, ον, = foreg.,II as Subst., = ἀγριελαία, Theoc. 7.18, Thphr.HP2.2.5, Ep.Rom.11.17, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριέλαιος
-
48 ὀλιγοέλαιος
ὀλῐγο-έλαιος, ον,A producing but little oil, Thphr.CP6.8.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλιγοέλαιος
-
49 ἐλέα
Grammatical information: f.Meaning: kind of singing-bird, perh. `reed-warbler, Salicaria arundinacea' (Arist. HA 616b 13). See Thomson Birds s. v.Other forms: ἔλεια (Call. Fr. 100c 14), ἐλεᾶς m. (Ar. Av. 302; on the formation Schwyzer 461, Chantr. Form. 31); also ἔλαιος m. (Alex. Mynd. ap. Ath. 2, 65b)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation and origin unclear. One compares since Fick 1, 365, 2, 42 the Latino-Celtic name of the swan, Lat. olor, OIr. elae, including (Lidén Arkiv f. nord. fil. 13, 30f.) Swed. al(l)a, al-fågel `Fuligula glacialis', Pok. 304, Ernout-Meillet and W.-Hofmann s. olor. Prob. Pre-Greek (note ε\/ει\/αι).Page in Frisk: 1,485-486Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐλέα
См. также в других словарях:
έλαιος — ἔλαιος, ο (AM) άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος αρχ. 1. (οξύτ. ἐλαιός) πουλί, πιθ. είδος αιγιθάλου, μελισσοφάγου 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρμακεύς» ροδιακή λέξη … Dictionary of Greek
Ἐλαιός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλαιος — wild olive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλαιοί — Ἐλαιός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλαιοῦ — Ἐλαιός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλαιούς — Ἐλαιός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλαιόν — Ἐλαιός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέλαιος — εὐέλαιος, ον (Α) γεμάτος ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έλαιος (< ελαία), πρβλ. αν έλαιος, καλλι έλαιος. Διαφέρει το έλαιος «αγριελιά»] … Dictionary of Greek
καλλιέλαιος — (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, ον) ήμερη, καλλιεργημένη ελιά μσν. ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι έλαιος, φιλ… … Dictionary of Greek
κατέλαιος — κατέλαιος, ον (Α) (νια φαγητό) γεμάτος λάδι, λαδερός, ελαιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + έλαιος (< ἔλαιον), πρβλ. οπι έλαιος, φιλ έλαιος] … Dictionary of Greek
ολιγοέλαιος — ὀλιγοέλαιος, ον (Α) (για τον καρπό τής ελιάς) αυτός που παρέχει μικρή ποσότητα ελαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + έλαιος (< ἐλαία), πρβλ. ευ έλαιος, πολυέλαιος] … Dictionary of Greek