-
1 ἔκχυτος
A poured forth, unconfined,κόμη AP9.669.8
(Marian.); outstretched, ἔκχυτος ὕπνῳ κεῖτο ib.5.274 (Paul.Sil.).II Subst., ἔκχυτον, τό, dub. sens. in AP9.395 (Pall.; ποτόν tit., εἶδος βρώματος Sch.); title of dialogue on ᾠοσκοπία by Hermagoras, Stoic.1.102.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκχυτος
См. также в других словарях:
έκχυτος — η, ο (AM ἔκχυτος, ον) 1. ο χυμένος έξω, εκτεταμένος, ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, χυτός, διάχυτος 2. φρ. α. «έκχυτος κόμη» πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιά β. «έκχυτος γέλως» υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο γέλιο γ. γεωλ. «έκχυτα πετρώματα» κατηγορία… … Dictionary of Greek