-
1 общий
общ||ийприл1. κοινός, γενικός:\общийее дело ἡ κοινή ὑπόθεση· \общийие интересы τά κοινά συμφέροντα· \общийее благо τό κοινό καλό, ἡ γενική εὐδαιμονία· \общий язык ἡ κοινή γλώσσα· \общийие расходы ἡ συνολική δαπάνη, τά κοινά ἔξοδα· \общийая черта τό κοινό χαρακτηριστικό· \общийее правило ὁ γενικός κανόνας· к \общийему удивлению προς γενικήν ἐκπληξιν, εἰς ἔκπληξιν ὅλων· с \общийего согласия μέ κοινή συγκατάθεση· \общийимн усилиями μέ κοινές προσπάθειες·2. (совокупный) ὁλικός, συνολικός:\общийая сумма τό ὁλικό (или τό συνολικό) ποσό· \общий итог τό σύνολο, τό γενικόν ἀθροισμα· ◊ \общийее впечатление ἡ γενική ἐντύπωση· \общийее место а) ὁ κοινός τόπος, б) ἡ κοινοτοπία (банальность)· \общийее образование ἡ γενική μόρφωση· \общийее собрание ἡ γενική συνέλευση· места́ \общийего пользования οἱ κοινοί χώροι, τά δημόσια μέρη· в \общийих чертах σέ γενικές γραμμές· в \общийем (в итоге) ἐν τέλει· в \общийем и целом γενικώς, γενικά, ἐν γένει· в \общийей сложности συνολικά, ἐν συνόλω· не иметь ничего́ \общийего δέν ἔχω τίποτε τό κοινό· \общий наибольший делитель мат ὁ μέγιστος κοινός διαιρέτης· \общийее наименьшее кратное мат τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
2 поражать
поражатьнесов1. (наносить удар) κτυπώ, πλήττω:\поражать насмерть κτυπώ θανάσιμά2. (удивлять) κάνω κατάπληξη, προξενώ Εκπληξιν, καταπλήττω, ἐκπλήσσω, ἐκπλήττω:я был поражен... ἔμεινα κατάπληκτος...·3. (о болезни) προσβάλλω, κτυπώ \поражаться μένω κατάπληκτος, μένω Εκθαμβος, ἐμβρόντητος. -
3 удивление
удивлени||ес ἡ ἔκπληξη [-ις], ἡ κατάπληξη [-ις], ὁ θαυμασμός:к моему́ великому \удивлениею προς μεγάλην μου ἔκπληξη· быть вие себя от \удивлениея εἶμαι κατάπληκτος, εἶμαι ἔκθαμβος· смотреть с \удивлениеем на кого-л. κυττάζω μέ περιέργεια κάποιον разинуть рот от \удивлениея разг μένω ἔκ-πληκτος, μένω μέ ἀνοιχτό τό στόμα· всем на \удивлениее προς μεγάλην ἔκπληξιν ὅλων. -
4 Nervous
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nervous
-
5 Start
v. trans.Begin, be the first to do a thing: P. and V. ἄρχειν (gen.), ὑπάρχειν (gen.), κατάρχειν (acc. or gen.), P. προϋπάρχειν (gen.).Start something of one's own: P. and V. ἄρχεσθαι (gen.), κατάρχειν (acc. or gen.) (or mid.), ὑπάρχειν (gen.).Take in hand: P. and V. ἐπιχειρεῖν (dat.), ἐγχειρεῖν (dat.), αἴρεσθαι (acc.).Set up: Ar. and P. ἐνίστασθαι.Make to set out: P. and V. ἐξορμᾶν.Set in motion: P. and V. ὁρμᾶν, κινεῖν.V. intrans.The city if once it start well goes on increasing: P. πολιτεία ἐάνπερ ἅπαξ ὁρμήσῃ εὖ ἔρχεται... αὐξανομένη (Plat., Rep. 424A).Set out: P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, ἀφορμᾶν, ἀφορμᾶσθαι, ἐξορμᾶν, ἐξορμᾶσθαι, ἀπαίρειν, V. στέλλεσθαι, ἀποστέλλεσθαι.With ships or land forces: P. αἴρειν.Starting with this force they sailed round: P. ἄραντες τῇ παρασκευῇ ταύτῃ περιέπλεον. (Thuc. 2, 23).I would have you save the money with which I started: V. σῶσαί σε χρήμαθʼ οἷς συνεξῆλθον θέλω (Eur., Hec. 1012).Be startled: P. and V. φρίσσειν, τρέμειν, ἐκπλήσσεσθαι.Start up: P. and V. ἀνίστασθαι, ἐξανίστασθαι, P. ἀνατρέχειν, Ar. and V. ἀνᾴσσειν (also Xen. but rare P.).——————subs.Beginning: P. and V. ἀρχή, ἡ.Journey: P. and V. ὁδός, ἡ.Putting out to sea: P. ἀναγωγή, ἡ.Get the start of: P. and V. φθάνειν (acc.), προφθάνειν (acc.), προλαμβάνειν (acc.), P. προκαταλαμβάνειν (acc.).The trireme had a start of about a day and a night: P. (ἡ τριήρης) προεῖχε ἡμέρᾳ καὶ νυκτὶ μάλιστα (Thuc. 3, 49).Let me and him have a fair start that we may benefit you on equal terms: Ar. ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμὲ καὶ τουτονὶ ἵνα σʼ εὖ ποιῶμεν ἐξ ἴσου (Eq. 1159).Shudder: P. and V. τρόμος, ὁ.Give one a start: use P. and V. ἔκπληξιν παρέχειν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Start
См. также в других словарях:
ἔκπληξιν — ἔκπληξις consternation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вѣроиманиѥ — ВѢРОИМАНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Убеждение: разгнѣва же сѩ Алеѯандръ и иде на Жидовьскѹю. архиѥрѣи же Адьдѹсъ въ ризы иѥрѣискы˫а ѡблечесѩ б҃иѥмь ѿкровениѥмь въ дивъ [так в рук., в изд. вѣдивъ] и вѣроимани˫а Алеѯандрѹ, изиде противѹ ѥмѹ. (πρὸς... ἔκπληξιν… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
MYSTERIUM — Graeca vox, paganis olim frequens, nec Scripturis Patribusque ignota. Origo nominis Hebraica, satar enim eccultare est: Mistar, aut Mister est res obscondita, secretum. Graeci Grammatici etymon varie explicant, Μυεῖν est arcanam doctrinam tradere … Hofmann J. Lexicon universale
μυθοποίημα — μυθοποίημα, τὸ (Α) [μυθοποιώ] το αποτέλεσμα τού μυθοποιώ, μυθώδης διήγηση («ὅτι μυθοποίημα καὶ πλάσμα πρὸς ἡδονήν ἤ ἔκπληξιν ἀκροατοῡ γέγονε», Πλούτ.) … Dictionary of Greek