-
1 ζωω
(только praes., impf. ἔζωον, impf. iter. ζώεσκον, inf. ζωέμεναι и ζωέμεν) эп.-ион. = ζάω См. ζαω
См. также в других словарях:
ἔζωον — ζάω imperf ind act 3rd pl (epic) ζάω imperf ind act 1st sg (epic) ζώω gu̲ie imperf ind act 3rd pl ζώω gu̲ie imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek