-
1 блюдо
-
2 снедь
-и θ.1. παλ. έδεσμα, φαγητό, τροφή.2. αθρσ. εδέσματα, φαγητά -
3 Food
subs.P. and V. τροφή, ἡ, σῖτος, ὁ, P. ἐδωδή, ἡ (Plat.), ἔδεσμα, τό (Plat.), βρῶσις, ἡ, Ar. and P. βρῶμα, τό, σιτία, τά, Ar. and V. βορά, ἡ, φορβή, ἡ. βόσκημα, τό, V. θρεπτήρια, τά.Things to eat: P. and V. ἐδεστά, τά (Plat. and Eur., frag.), V. βρωτά, τά.Diet: P. and V. δίαιτα, ἡ.Get food ( of troops foraging): P. ἐπισιτίζεσθαι.Want of food: P. σιτοδεία, ἡ, V. ἀσιτία, ἡ, Ar. ἀπαστία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Food
-
4 yemek
φαγητό, φαί φαγώσιμο γεύμα, πιάτο, έδεσμα -
5 yiyecek
φαγητό, φαΐ, έδεσμα, τρόφιμο
См. также в других словарях:
ἔδεσμα — meat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έδεσμα — το (AM ἔδεσμα) 1. φαγητό, τροφή 2. φαγώσιμα κυρίως ψημένα μσν. (στα μοναστήρια) προσφάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής σχηματισμός σε μα από το θ. τού αορ. ηδέσθην, παρακμ. εδήδεσμαι τού έδω*. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος *έδμα] … Dictionary of Greek
έδεσμα — το, ατος φαγητό, φαγώσιμο, φαΐ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐδεσμάτων — ἔδεσμα meat neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδέσμασι — ἔδεσμα meat neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδέσμασιν — ἔδεσμα meat neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδέσματα — ἔδεσμα meat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδέσματι — ἔδεσμα meat neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδέσματος — ἔδεσμα meat neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεζές — ο 1. έδεσμα σε μικρή ποσότητα και συνήθως σε μικρά κομμάτια που προσφέρεται ως ορεκτικό για να συνοδέψει το κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό 2. (κατ επέκτ.) ελάχιστη ποσότητα φαγητού («το μεσημέρι δεν έφαγα, έναν μεζέ πήρα μόνο») 3. μτφ. μικρό… … Dictionary of Greek
παράθεμα — το ΝΜΑ [παρατίθημι] νεοελλ. 1. απόσπασμα από συγγραφικό έργο που παρατίθεται αυτούσιο στον γραπτό λόγο για διασάφηση κάποιας έννοιας 2. μουσ. σύνθεση που συνδυάζει αριθμό γνωστών μελωδιών είτε ταυτόχρονα είτε, σπανιότερα, διαδοχικά, για την… … Dictionary of Greek