-
1 βουλευτηριον
τό1) совещательный орган, совет, преимущ. Государственный Aesch., Eur., Her., Plat., Arst., Dem., Plut.2) советник -
2 εισελκυω
-
3 εκει
дор. τηνόθι, τηνῶ и τηνεῖ adv.1) там(ἐ. καὴ ἐνθάδε Plat.; ἐ. καὴ ἐνταῦθα Arst.)
ὅ ἐ. Soph., Plat. etc. — находящийся там, тамошний, тот;2) на том свете(ἐ. ἐν Ἅιδου Eur., Plat.)
οἰ ἐ. Plat. — почившие4) (= τότε См. τοτε) тогда, в то время Soph.οἱ ἐ. εἶχον τὸ βουλευτήριον Dem. — которые тогда имели в совете решающее влияние
-
4 εκπορευω
1) заставлять или просить выйти, выводить, вызывать(τινά δόμων Eur.)
2) med. выходить, удаляться, отправляться(ἐπὴ λείαν Xen.; ἐκ τοῦ χάρακος Polyb.; διὰ τῶν θυρῶν Plut.; εἰς ὁδὸν NT.)
ἐκπορευόμενοι τὸ βουλευτήριον Polyb. — покинув совещательную комнату -
5 οξυθυμος
21) быстро раздражающийся, вспыльчивый(γυνή Eur.)
2) гневный, суровый, строгий(βουλευτήριον Aesch.; πατήρ Plut.)
-
6 υφαιρεω
ион. ὑπαιρέω тж. med.1) вынимать снизуὑπὸ δ΄ ᾕρεον ἕρματα νηῶν Hom. — они стали удалять из-под кораблей подпоры;
τέν πέτραν ἀναστῆσαι καὴ ὑφελεῖν τὰ καταλειφθέντα Plut. — поднять камень и вынуть клад2) удалять, устранятьτὸ βουλευτήριον τὸ τῆς πόλεως ὑφελόμενος Aeschin. — отстранив государственный совет;
Σμέρδιος ὑπαραιρημένου (= ὑφῃρημένου) Her. — по устранении Смердиса;τῆς ὑποψίας ὑφελεῖν Thuc. — рассеять недоверие3) тайком отнимать, ловко похищать(τὰ χρήματά τινος Her.; παιδίον τῆς μητρός Plat.)
ὑ. τοὺς ξυμμάχους τινός Thuc. — лишать кого-л. союзников;οὐκ ὀλίγα τῶν ὑμετέρων ὑφῃρημένος Lys. — (Архедем), изрядно нас обокравший;ὑ. τὸν λόγον τινός Plut. — не давать кому-л. говорить4) убавлять, ослаблять(τι и τινος Thuc. etc.)
εὐτονίας ὑ. καὴ ῥώμης Plut. — уменьшать крепость и силу, расслаблять;ὑ. τῆς ὀργῆς Luc. — смягчать гнев5) улучать, использовать(τοὺς καιροὺς τῆς πόλεως Aeschin.)
6) утаивать, скрыватьσιγῇ ὑφαιρεῖσθαί τινά τι Eur. — скрывать что-л. от кого-л.
7) (только in tmesi) охватывать, овладевать
См. также в других словарях:
βουλευτήριον — council chamber neut nom/voc/acc sg βουλευτήριος giving advice masc/fem acc sg βουλευτήριος giving advice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουλευτήριον, Γενικόν — Η πρώτη νομική ελληνική εξουσία που συστήθηκε στις 9 Απριλίου 1821 με θέσπισμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Το Γ.Β. απαρτιζόταν από τους Ν. Υψηλάντη, Γ. Καντακουζηνό, Μ. Χρηστοφή, Χ. Περραιβό, Β. Καραβιά, Γ. Ολύμπιο, Καλαμαρά και ΑΘ. Τσακάλωφ, με… … Dictionary of Greek
βουλευτηρίοις — βουλευτήριον council chamber neut dat pl βουλευτήριος giving advice masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτηρίου — βουλευτήριον council chamber neut gen sg βουλευτήριος giving advice masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτηρίων — βουλευτήριον council chamber neut gen pl βουλευτήριος giving advice masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτηρίῳ — βουλευτήριον council chamber neut dat sg βουλευτήριος giving advice masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτήρια — βουλευτήριον council chamber neut nom/voc/acc pl βουλευτήριος giving advice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
БУЛЕ — • Βουλή, совет. Уже у Гомера мы видим противоположение совета знатных и князей общему собранию войска (Il. 2). В аристократических государствах главы знатных фамилий, призванные к тому по выбору или по рождению, образовали совет, в… … Реальный словарь классических древностей
Olynthus — For the butterfly genus, see Olynthus (butterfly). Ruins of ancient Olynthus. Olynthus (Ancient Greek: Όλυνθος, named for the olunthos, a fig which ripens early; the area abounded in figs) was an ancient city of Chalcidice, built mostly … Wikipedia