-
1 ἑτέροζυξ
A yoked singly, without its yokefellow, metaph., μήτε τὴν πόλιν ἑτερόζυγα περιιδεῖν γεγενημένην Cimon ap.Plu.Cim.16.II = foreg. 11, Nonn.D.5.148.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτέροζυξ
См. также в других словарях:
ετερόζυξ — ἑτερόζυξ, ὁ, ἡ (ΑΜ) μσν. αυτός που είναι ζευγμένος μαζί με άλλον, ο ετερόζυγος αρχ. αυτός που είναι ζευγμένος μόνος στον ζυγό, χωρίς τον σύντροφό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ά ζυξ, ομό ζυξ] … Dictionary of Greek