-
1 εταιρ(ε)ία
η1) общество;επιστημονική εταιρ(ε)ία — научное общество;
ιατρική εταιρ(ε)ία — общество врачей;
2):,(εμπορική) εταιρ(ε)ία — общество, товарищество, объединение, компания;
μετοχική εταιρ(ε)ία — акционерное общество;
ανώνυμος εταιρ(ε)ία — анонимное акционерное общество;
§ Φιλική εταιρ(ε)ία ист. « — Филики Этерия» (тайное революционное общество, которое возглавил генерал Ипсиланти в 1820 г.)
-
2 εταιρ(ε)ία
η1) общество;επιστημονική εταιρ(ε)ία — научное общество;
ιατρική εταιρ(ε)ία — общество врачей;
2):,(εμπορική) εταιρ(ε)ία — общество, товарищество, объединение, компания;
μετοχική εταιρ(ε)ία — акционерное общество;
ανώνυμος εταιρ(ε)ία — анонимное акционерное общество;
§ Φιλική εταιρ(ε)ία ист. « — Филики Этерия» (тайное революционное общество, которое возглавил генерал Ипсиланти в 1820 г.)
См. также в других словарях:
ἑταῖρ' — ἑταῖραι , ἑταίρα fem nom/voc pl (ionic) ἑταῖρε , ἑταῖρος comrade masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αϊταίρι — το 1. το ταίρι, το ένα από δύο όμοια πράγματα 2. το ένα από δύο έμψυχα που πάνε πάντα μαζί, που αποτελούν ζευγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την αρχ. λ. ἑταίρ ιον, υποκορ. τού ἑταῖρος. Ήτοι: τα ἑταίρια > τἀιταίρια > πληθ. ἀιταίρια και ενικ. ἀιταίρι, το] … Dictionary of Greek