Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἑταίρων

  • 61 ἀνατίθημι

    ἀνατίθημι fut. 2 sg. ἀναθήσεις Mi 4:13; 2 aor. ἀνέθηκα LXX; pf. ptc. ἀνατεθηκώς Just., A I, 14, 2; 2 aor. mid. ἀνεθέμην; aor. pass. ἀνετέθην LXX.—ἀνάκειμαι, q.v., functions as the pass. of this vb. (s. τίθημι; Hom. et al. w. var. mngs.; ins, pap, LXX, TestIss 2:5; Philo, Joseph., Just.; Ath., R. 70, 8) lit. ‘place upon’.
    act. to attribute someth. to someone, ascribe, attribute τινί τι (schol. on Eur., Hippol. 264 τὸ μηδὲν ἄγαν τῷ Χίλωνι) τῷ θεῷ τὴν κατὰ πάντων ἐξουσίαν ascr. to God power over all things MPol 2:1 (cp. Alex. Aphr., Fat. 30, CAG Suppl. II/2 p. 201, 26 πρόγνωσιν ἀνατιθέναι τοῖς θεοῖς; Jos., Ant. 1, 15, C. Apion. 2, 165).
    otherw. only mid. to lay someth. before someone for consideration, communicate, refer, declare w. connotation of request for a person’s opinion (Polyb. 21, 46, 11; Diog. L. 2, 141; Alciphron 3, 23, 2; PParis 69d, 23; 2 Macc 3:9) τινί τι (Plut., Mor. 772d τὴν πρᾶξιν ἀνέθετο τ. ἑταίρων τισί; Artem. 2, 59 v.l. ἀ. τινι τὸ ὄναρ; Mi 7:5) ὁ Φῆστος τῷ βασιλεῖ ἀνέθετο τὰ κατὰ τὸν Παῦλον Ac 25:14. ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον I laid my gospel before them Gal 2:2. Cp. Nägeli 45; on the use of ἀ. as an administrative term s. Betz, Gal, 86, 268.—M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀνατίθημι

  • 62 ἀσώτως

    ἀσώτως (s. ἀσωτία; Theopomp. [IV B.C.]: 115 Fgm. 224; Demosth. 40, 58) adv. of ἄσωτος ‘profligate’ (Soph. et al.; Pr 7:11; Test12Patr; Just., A I, 61, 11 of madness that knows no bounds; Tat. 12:3; loanw. in rabb.) wastefully, prodigally ζῆν of a spendthrift lifestyle (Aesop, Fab. 304 H.=169 P.; Lucian, Catapl. 17; ζῆν ἀσώτως, opp. κοσμίως Theopomp. [IV B.C.]: 115 Fgm. 224 p. 582, 34 Jac. [in Athen. 4, 62, 167c]; cp. Diogenes of Babylon, in Stoic. III 221 [in Athen. 4, 62, 168e πάντα γὰρ ἀνήλωσε τὰ πατρῷα εἰς ἀσωτίαν; in the same context 168f Athen. cites as an example of ἀσωτία provision for the washing of feet with spiced wine]; Jos., Ant. 12, 203) of a wasteful son Lk 15:13 (PFlor 99, 6ff ἐπεὶ ὁ υἱὸς ἡμῶν Κάστωρ μεθʼ ἑτέρων [Zahn ἑταιρῶν, cp. Lk 15:30] ἀσωτευόμενος ἐσπάνισε τὰ αὑτοῦ πάντα καὶ ἐπὶ τὰ ἡμῶν μεταβὰς βούλεται ἀπολέσαι κτλ.; Philo, De Prov., in Eus., PE 8, 14, 4 τῶν ἀσώτων υἱέων οὐ περιορῶσιν οἱ τοκέες); GHb 297, 20.—DELG s.v. σῶς. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀσώτως

См. также в других словарях:

  • ἑταιρῶν — ἑταίρα fem gen pl (ionic) ἑταιρέω keep company with pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταίρων — ἑταῖρος comrade masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ampelomixia — (griech. ἀμπελομιξία; aus ἄμπελος, ámpelos, „Weinrebe“ und μείγνυμι, meígnymi, „vereinigen“) ist ein spätgriechischer Begriff, der satirisch den Geschlechtsverkehr mit Weinreben bezeichnet. Er tritt erstmals im 2. Jahrhundert n. Chr. beim… …   Deutsch Wikipedia

  • ισοτιμία — Η σχέση ανταλλαγής δύο νομισμάτων ή (παλαιότερα, όταν ίσχυε ο κανόνας του χρυσού) η σχέση ανταλλαγής ενός νομίσματος με τον χρυσό. Μετά την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ι. Bretton Woods, που ίσχυσε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου έως …   Dictionary of Greek

  • φιλοτήσιος — ία, ον, ΜΑ, θηλ. και ος, και φιλητήσιος, ία, ον, και δωρ. τ. φιλοτάσιος, ον, Α 1. αυτός που γίνεται από φιλία, από αγάπη 2. αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί φιλία 3. (κατ επέκτ.) ευάρεστος, προσφιλής («φιλοτήσιον βρῶμα συσκευάζομεν», Ευστ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • Αντιφάνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγαλματοποιός (5ος αι. π.Χ.). Προερχόταν από τον δήμο Κεραμέων. Στο Ερέχθειο μνημονεύεται ως κατασκευαστής ανάγλυφου ηνίοχου με τον δίφρο του. 2. Αργείος χαλκοπλάστης (τέλη 5ου – μέσα 4ου αι. π.Χ.). Περίφημος …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κολλυτός — Αρχαίος δήμος της Αττικής που ανήκε στην Αιγηίδα φυλή και βρισκόταν στο κέντρο της περιοχής της Αθήνας. Η ακριβής τοποθεσία του δεν είναι γνωστή, εικάζεται όμως ότι βρισκόταν στο σημείο όπου είναι η σημερινή Πλάκα ή η Αρχαία Αγορά. Ο κεντρικός… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • Odyssee — Odysseus reicht dem Kyklopen Polyphem eine Schale mit starkem Wein. Die Odyssee (griechisch : ἡ Ὀδύσσεια hē Odýsseia) ist neben der Ilias das zweite dem griechischen Dic …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»